Lonely day ή Η καριόλα η ψυχή μου

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 21.02.21 ]

Γενάρης του ’90. Ρόδος. Στρατόπεδο Πεζικού ΧΧ. Βροχή και κρύο επί μια βδομάδα. 12 με 2 σκοπιά. 2.10 επιστρέφω ξυλιασμένος. Το G3 γλιστρά και πέφτει απ’ τα χέρια μου. Γαμώ την Παναγία σου, ψάρακα -μια αγριοφωνάρα από το βάθος του θαλάμου. Ο επιλοχίας. Ανάβω τσιγάρο, πίνω και μια γουλιά τσίπουρο, να πυρωθώ. Ο θαλαμοφύλακας, ένας δίμετρος παλικαράς από την Τρίπολη, μου κλείνει τον δρόμο. Μέσα έχει πάρτι με ούζα, λέει και κλείνει το μάτι. Πριβέ, κατάλαβες; Ξεθεωμένος έβγαλα την εξάρτυση, έκατσα κατάχαμα όπως ήμουν με τα ρούχα και τ’ άρβυλα κι έκλεισα τα μάτια. Και τότε την είδα την ψυχή μου να το βάζει, σαν κότα κοτούλα, στα πόδια. Πού πας, μωρή της λέω και μ’ αφήνεις μόνο; Δεν είμαι εγώ για τέτοια, την ακούω να λέει. Πάω να στεγνώσω και σε καθαρά σεντόνια να ξαπλώσω. Αρκετά για σήμερα. Να τα βγάλεις πέρα μοναχός σου. Γύρνα πίσω! της φωνάζω. Έφυγε.

Καλοκαίρι του μιλλένιουμ στο κέντρο της Αθήνας. Σταματημένος στο φανάρι με τη μηχανή μου. Δίπλα μου ένας ντελιβαράς, κοντός, μαυριδερός. Ιδρωμένος, βλαστημά την Παναγία και όλους τους αγίους, τους οσίους και τους μάρτυρες για τους φραπέδες που δεν έχουν τελειωμό. Γυρνά προς το μέρος μου και με κόβει από πάνω μέχρι κάτω. Μαλαααάκα, μου κάνει -εσύ; Μαλαααάκα μου, τελικά ούτε εσύ ο ντεμέκ μορφωμένος είχες τότε ψυχή. Γιατί τους άφησες; Θυμάσαι ρε μαλάκα; Άναψε πράσινο, γκάζωσε κι έγινε άφαντος.

Πέρασαν τα χρόνια. Ακόμα σιχτιριάζω την καριόλα την ψυχή μου που το ’βαλε στα πόδια εκείνο τον Γενάρη του ’90.

[photo: Simon Brann Thorpe, Toy Soldiers]