Connecting people

[ Κωνσταντίνα Παπακώστα / Ελλάδα / 27.09.21 ]

 Επιτέλους, είχε βγει το διαζύγιο. Ο πρώην είχε φύγει από το σπίτι εδώ και εβδομάδες, είχε εκδοθεί και το συναινετικό και ήταν και επισήμως πάλι ελεύθερη να μην τον ξαναδεί ποτέ. Είχαν όλα κανονιστεί, τα χρήματα για να ολοκληρώσουν τα παιδιά τις σπουδές, η ιδιοκτησία των ακινήτων, μοίρασαν τα σερβίτσια, τα βιβλία και, επιτέλους, ήταν, το ‘λεγε και δεν το χόρταινε, και επίσημα ελεύθερη.

Τραγική ειρωνεία ή το ανικανοποίητο της ανθρώπινης φύσης ήταν αυτό που, τη στιγμή της κατοχύρωσης της ελευθερίας της, της προκαλούσε, έστω και λίγο, έστω και ανεπαίσθητα, πίκρα όταν έβλεπε ζευγάρια που γερνούσαν μαζί, ενώ αυτή θα γερνούσε μόνη της, και μάλιστα έχοντας αγωνιστεί για να συμβεί αυτό. Λίγο αναπολούσε τις μέρες που ήταν και οι δύο νέοι, δροσεροί, κεφάτοι, ερωτευμένοι, τότε, που γνωρίστηκαν στις διακοπές στη Γαύδο, ηλιοκαμένοι και πανέμορφοι πάνω στον μικρό σβώλο του παράδεισου που πέταξε ο θεός στη Μεσόγειο. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως ήταν υπερβολική; Μήπως έπρεπε να είχε κάνει υπομονή, όπως τόσες και τόσες γυναίκες πριν από αυτή; Δεν χαλάμε έτσι εύκολα την οικογένειά μας, της λέγανε. Κράτα τον, άντρας να ‘ναι κι ας είναι και ξύλινος, συμπλήρωναν.

Ένα τέτοιο βράδυ, με τη μελαγχολική ηρεμία του μοναχικού ανθρώπου να συνοδεύεται από αμφιβολίες για τις επιλογές στη ζωή, κατέβασε κάτι ξεχασμένες κούτες από το πατάρι να ξεκαθαρίσει χρήσιμα από άχρηστα, πράγματα για ανακύκλωση, για επανάχρηση, για χάρισμα, πιθανότατα για πέταμα, φιλοδοξία που για χρόνια δεν είχε καταφέρει να την πραγματοποιήσει. Μέσα στη σαβούρα των αναμνήσεων έπεσε πάνω στο κινητό του πρώην, φυλαγμένο όμορφα-όμορφα σε σακουλάκι μαζί με τον φορτιστή του. Ήταν από εκείνα, τα παλιά, των αρχών του αιώνα μας, προϊόν της σκανδιναβικής εταιρείας που κόμπαζε στις διαφημίσεις της ότι συνέδεε τους ανθρώπους. Είχαν αποδειχτεί αθάνατα, λειτουργούσαν για χρόνια σαν καινούρια, έλεγαν οι καταναλωτές. Το χρησιμοποιούσε ο πρώην τότε, τα χρόνια της γλύκας, όταν είχε μείνει έγκυος στον πρώτο τους γιο.

Έμεινε να το κοιτάζει νοσταλγικά. Μ΄αυτό της έστελνε καληνύχτες και γλυκόλογα πριν μετακομίσει στην πόλη του, τότε που δούλευε ακόμα αυτή στην Αθήνα κι εκείνος στη Λάρισα. Για λίγο, αγάπη μου, της έγραφε, κάνε υπομονή, φτιάχνω τη φωλίτσα μας, να έρθεις να τη βρεις έτοιμη, να φέρουμε στον κόσμο το μωρό μας, να γίνουμε οικογένεια. Ύπουλα τα βέλη της ιδαλγίας την χτύπησαν, έβαλε το κινητό να φορτίσει, περίμενε υπομονετικά να περάσουν λίγα λεπτά, πάτησε το κουμπί της ενεργοποίησης και… άκουσε τη γνωστή μελωδία που συνόδευε το λογότυπο. Πόσο επιβεβαιωνόταν το διαφημιστικό σλόγκαν, συνέδεε πράγματι τους ανθρώπους η τεχνολογία, όχι μόνο συγχρονικά, αλλά και με το παρελθόν τους, με τα περασμένα τους βιώματα, με το ποιοι ήταν κάποτε. Τρέμοντας από λαχτάρα και ανυπομονησία αναζήτησε στο μενού να βρει τα γραπτά μηνύματα και, ω του θαύματος, να τα! Βέβαια, δεν ήταν ν’ απορεί, σ’ αυτά τα παλιά τηλέφωνα τα sms αποθηκεύονταν στη μνήμη RAM του τηλεφώνου και όχι στην κάρτα που τη βγάζεις, την κάρτα sim. Αχ, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στην προσμονή της ανάμνησης, όπως τότε που τα διάβαζε για πρώτη φορά. Και πιο δυνατά, βλέποντας τώρα, μπροστά στα μάτια της, πολλά, συχνά εισερχόμενα από το ίδιο, άγνωστο νούμερο. Μη στεναχωριέσαι, γλυκάκι μου, έγραφε, αν αποβάλει δεν θα χρειαστεί να την παντρευτείς. Και, παρακάτω, οι γυναίκες, έλεγε, αποβάλουν εύκολα τους πρώτους μήνες. Αν την πας εκδρομή στις λίμνες, από τους χωματόδρομους, μιάμιση ώρα δρόμος είναι, θα αποβάλει, θα χωρίσετε και θα είσαι όλος δικός μου.

Ζαλίστηκε και παραπάτησε. Κάθισε στο πάτωμα και έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Όλα γύριζαν γύρω της. Η εκδρομή στις λίμνες… η πορεία με το παλιό αμαξάκι στους ορεινούς χωματόδρομους, το ταρακούνημα, μετά ο πόνος, οι συσπάσεις, ο γυναικολόγος της επαρχίας που της έδωσε τα χάπια τα “συγκολλητικά”, ο δικός της ο γιατρός, που την παραινούσε από την Αθήνα στο τηλέφωνο “ξάπλωσε και σφίξε τα πόδια σου, πάρε βαθιές ανάσες και μην σηκώνεσαι ούτε για τουαλέτα, θα τα καταφέρετε, κορίτσι μου…”. Δεν θα τα ξεχνούσε ποτέ. Είχαν γίνει. Δεν ήξερε, μέχρι τώρα τουλάχιστον, γιατί είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, γιατί κινδύνεψε να χάσει το παιδί της, πίστευε ότι ήταν η κακιά η ώρα, η άγνοια κινδύνου που έχουν οι νέοι άνθρωποι που δεν ξέρουν πόσο ευαίσθητα είναι τα έμβρυα, που νιώθουν πανίσχυροι και αλώβητοι, που είναι τολμηροί και περιπετειώδεις. Στο κάτω-κάτω της γραφής, μια εκδρομή είχαν πάει μόνο. Αλλά πίστευε λάθος.

Σκέφτηκε ξανά. Δεν είχε μείνει έγκυος κατά λάθος. Το είχαν προαποφασίσει, προσπαθούσαν να κάνουν παιδί, ο γάμος θα γινόταν μετά, υποτίθεται ότι δεν ήταν η τελετή που τους ενδιέφερε αλλά η οικογένεια. Τι νόημα είχαν αυτά που διάβαζε; Γιατί δεν της το είχε πει ότι είχε αλλάξει γνώμη; Ότι είχε και άλλη σχέση; Γιατί ήταν τόσο δειλός; Τόσο ψεύτης; Καθισμένη στο πάτωμα, με τις φόρμες, τη ρόμπα, τα δάκρυα και τις μύξες ανάκατα, χτυπούσε με δύναμη το κεφάλι της στον τοίχο.

Το παιδί είχε ζήσει, τελικά, εκείνο το παιδί που επιβίωσε από τις λίμνες, έκαναν κι άλλα δύο στη συνέχεια. Τρία παιδιά. Σηκώθηκε όρθια και σκούπισε με την αναστροφή του χεριού το υγρό της πρόσωπο. “Mε τι καρδιά, με τι πνοή,/τι πόθους και τι πάθος,/πήραμε τη ζωή μας· λάθος!/κι αλλάξαμε ζωή”. Ναι, θεία Αρσινόη, ήταν λάθος αυτό που κάναμε. Κι εγώ λάθος, που δεν ήθελα να δω από την αρχή ότι δεν μ’ αγαπούσε, κι αυτός, που δεν είχε το θάρρος να διαλέξει τον δρόμο που λαχταρούσε. Αλλάξαμε ζωή, όμως. Άλλαξα ζωή. Δεν έμεινα στους τέσσερις τοίχους να μεταμορφώνομαι σε μνησίκακο, μίζερο τέρας που φτύνει κακίες στον δεσμοφύλακά του. Έκανα λάθος κι άλλαξα ζωή. Πολέμησα και, όταν βεβαιώθηκα ότι οι προσπάθειες οδηγούσαν σε αδιέξοδο, έκανα στροφή.

Έριξε το τηλέφωνο στην κούτα που προοριζόταν για τα σκουπίδια. Χωρίς θυμό, χωρίς πίκρα. Έπιασε τα παλιά παιχνίδια των παιδιών της, εκείνα τα ξεχασμένα, τα λούτρινα, τα μόμπιλε από τους πρώτους μήνες της ζωής τους, τα χάιδεψε στο μάγουλό της και χαμογέλασε. Γαλήνια, για πρώτη φορά μετά από χρόνια.