Το καναρίνι του ανθρακωρύχου

[ Γιώτα Αναγνώστου / Ελλάδα / 15.04.21 ]

Λίγο καθαρό νερό, τους σπόρους μου, ίσως και κάποιο τρυφερό φύλλο μαρουλιού, τις μέρες τις καλές, και γινόταν παλατάκι το κλουβάκι μου. Αν μάλιστα ανανέωνες και το φύλλο της εφημερίδας που ποτέ δεν διάβαζα (την είχα για άλλη χρήση) τότε παράδεισος γινόταν η σκλαβιά. Η ευτυχία μου φαινόταν στο τραγούδι. Κελάηδημα να ακούσεις! Για λίγο καθαρό νερό και λίγους σπόρους.

Ύστερα έφτιαξες λαγούμια και στοές κι έπρεπε να ’σαι ασφαλής, γι’ αυτό μαζί με πήρες. Και κελαηδούσα εγώ κι ήξερες πως κι εσύ θα αντέξεις την κλεισούρα. Όσο συνέχιζα να κελαηδώ τόσο και πιο βαθιά χωνόσουν.

Κι είναι καιρός που δεν μπορώ να κελαηδήσω πια και δεν τα βλέπεις τα σημάδια. Και το ξέρω πως δεν θα σταματήσεις πριν με δεις να κείτομαι πάνω στο φύλλο της εφημερίδας. Μια ακόμα είδηση δίχως κανένα απολύτως ενδιαφέρον, όπως ο θάνατος ενός ανθρακωρύχου.