Μικούτσου

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 06.04.20 ]

Τον λέγανε Μικούτσου και ζούσε στη Βραζιλία, πάνω στους καταπράσινους λόφους του Ρίο, εκεί που μεγάλωνε ολοένα μεγάλωνε μια κόκκινη κηλίδα, ήταν, λέει, οι φτωχοί που δεν μπορούσαν να γυρίσουν στην πατρίδα κι ένας ένας έλιωνε, σαν τον καλάι, από τον κίτρινο τον πυρετό, φωλιασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, ώσπου μια ανάσα να τους αποτελειώσει, εκεί ψηλά στον λόφο που τον λέγανε του Σκελετού ο τάφος. Τότε ήταν που το ’σκασε από τη χειρότερη φυλακή της χώρας ο Μικούτσου που όλοι για κακούργο τον είχανε –δέκα ανθρώπους λένε έσφαξε στο γόνατο σαν τ’ αρνιά του Πάσχα κι άλλες τόσες τράπεζες έκλεψε- εκτός από τη θείτσα του που τίποτε απ’ αυτά δεν πίστευε. Και στη θείτσα του πήγε, την πόρτα χτύπησε και μια πιπεράτη μυρωδιά από σούπα λαχταριστή γαργάλισε τη μύτη του και δεν αντιστάθηκε, έκατσε να φάει λύκος πεινασμένος, κι η θείτσα άνοιξε μια μπύρα παγωμένη που τη φύλαγε για κείνον, σκέτο μην φάει το ψωμί του. Οι στρατιώτες όπου να ’ναι θα φθάσουν ώς εδώ, του είπε, πρέπει να βιαστείς, να φύγεις γιόκα μου, να κρυφτείς, κι η ζωή είναι ωραία, στη φυλακή να μη λιώσεις τα νιάτα σου. Μου ’ριξαν ενενήντα χρονάκια στην καμπούρα μου, θείτσα, είπε με παράπονο, την ώρα που κατάπινε την τελευταία μπουκιά. Να ζήσω τόσο δεν αξίζει τον κόπο. Νισάφι! Συμβιβάζομαι, είπε, με ενενήντα ώρες στου Ρίο τα καπηλειά να ξεδιψάσω, στα χάνια με τις μιγάδες να ξαπλώσω, και μετά να κατέβω στον ωκεανό και στην παγωμένη αγκαλιά του να χαθώ. Σε κανέναν μην το πεις πως με είδες, είπε κι έφυγε χορτασμένος. Ο Μικούτσου κρυβόταν σε σπηλιές κι ατένιζε τον φάρο πέρα μακριά στον αφρισμένο ωκεανό και τα βράδια χανότανε στα καπηλειά, και στα χάνια με τις μιγάδες έσμιγε. Ώσπου μια μέρα ένας άρρωστος κιτρινιάρης ήλιος, σαν ωμό αυγό στο πιάτο χαλασμένο, τον καταράστηκε. Οι στρατιώτες τον βρήκαν ξαπλωμένο με ανοιχτά τα μάτια κι ένα χαμόγελο στα χείλη τον φάρο ν’ ατενίζει.

*Εμπνευσμένο από το ποίημα της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ «Ο κλέφτης της Βαβυλώνας», σε μετάφραση του Γιώργου Παναγιωτίδη. [Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ποιήματα, (poema..) εκδόσεις, 2018, μτφρ. και επίμετρο: Γ. Παναγιωτίδης]