Το νούμερο...

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 02.03.18 ]

Έκοψε κίνηση από μακριά. Είπε να κάνει μεταβολή. Αλλά η δουλειά έπρεπε να γίνει σήμερα. Μετά από κάνα εικοσάλεπτο, μπήκε μέσα, στο μέρος που όλοι αγαπούν να μισούν. Και που απ’ ότι φαίνεται, διαχειρίζονταν τη ζωή της. Αυτής και των άλλων αμνών εκεί μέσα. Όχι ότι έκανε δηλαδή καμία διαφορά που αυτή εργαζόταν ακόμα, και οι περισσότεροι εκεί γύρω ήταν γέροι. Ή μισόγεροι.

Υπήρχαν φορές που ένιωθε ενοχή για την οργή που την έπιανε παρατηρώντας τις συμπεριφορές ορισμένων. Ήταν σαν να οσμίζονταν ο καθένας το πιθανό ελάττωμα του άλλου, προκειμένου να του το πετάξει στη μούρη. Να πάρει –ας πούμε- τη σειρά, να σπρώξει για να προπορευτεί, ή να «πιάσει για μέσον» τον υπάλληλο. Όμως δεν μπορούσε να νιώσει την παραμικρή συμπαράσταση για κανέναν από το κοτέτσι. Οποιαδήποτε ηλικία κι αν είχε. Εξάλλου τη συμπαράσταση και τα κροκοδείλια δάκρυα, τους τα πρόσφερε κάθε πρωί, η άψογη μέθοδος ελέγχου συμπεριφορών. Παναπεί η τηλεόραση. Οπότε… κανένα χρέος.

Πάτησε το κουμπί. Εκατόν τόσο, το νούμερό της. «Καλά κρασιά!» σκέφτηκε. Γύρισε προς την έξοδο. «Χαμένη για χαμένη η μέρα, κάνω τίποτ’ άλλο και ξαναγυρνάω». Και τότε τον είδε. Ή μάλλον το είδε.

Ήταν ο άντρας-παιδί που πολλές φορές είχε συναντήσει στους δρόμους της πόλης. Εντάξει, δεν ήταν ο πρώτος «διαφορετικός» που υπήρχε στο μεγάλο τους χωριό. Όμως αυτός είχε κάτι το αξιοπρόσεκτο, που δεν μπορούσε ακριβώς να προσδιορίσει. Όχι φυσικά το χαρακτηριστικό βάδισμα -σχεδόν χορευτικό- της εγκεφαλικής παράλυσης. Ούτε τα παχιά του χείλη που βρίσκονταν πάντα σε μια διαρκή συνομιλία με τον δικό του Αόρατο. Ίσως πάλι, το βαθυπράσινο βλέμμα του σκεπασμένο μόνιμα με μια αχλύ θλίψης αλλά και εγκαρτέρησης, να την είχαν εντυπωσιάσει. Περπατούσε πάντα βιαστικά, λες και επρόκειτο να εκτελέσει κάποιες δουλειές οπωσδήποτε μέσα στη μέρα, που δεν έπαιρναν αναβολή. Πού πήγαινε; Από πού ερχόταν;

Μπήκε σχεδόν ωθούμενος από μια μάζα ηλικιωμένων πίσω από την πλάτη του. Σταμάτησε μπρος από το μηχάνημα και πάτησε το κουμπί. Και με ιδιαίτερη χαρά πήρε το χαρτάκι. Πώς ήταν και της ήρθε. «Μήπως θέλεις το νούμερό μου;» Του κάνει. « Έτσι θα ρθει νωρίτερα η σειρά σου. Εγώ θα φύγω». Το παιδί έκανε όχι με το κεφάλι. «Να! Αυτό είναι το νούμερό μου!» έκανε όλος χαρά και περηφάνια.

«Ήταν μια αφορμή να μην ξαναγυρίσω» σκέφτηκε αυτή «Αλλά μάλλον θα ξαναρθώ».

Δυο ώρες μετά που ξαναγύρισε, το νούμερό της είχε αχρηστευτεί. Αλλά κι ο κόσμος είχε κάπως αραιώσει. Πάτησε ανόρεχτα για ένα καινούργιο. «Θα την αράξω και θα διαβάζω» σκέφτηκε. «Ευκαιρία! Ας το απολαύσω κιόλας». Τότε τον ξαναείδε. Καθόταν σιγοψυθιρίζοντας, κρατώντας πάντα στα χέρια του το χαρτάκι. «Μπα!» παραξενεύτηκε. «Τόση ώρα δεν ήρθε ακόμη η σειρά του;». Κάθισε δίπλα του, κοίταξε το νούμερό του, κοίταξε και αυτό της οθόνης. Το δικό του είχε περάσει προ πολλού. «Μα τι με νοιάζει εμένα» σκέφτηκε. Και άνοιξε το βιβλίο της. Σε κάθε θόρυβο της οθόνης που άλλαζε νούμερο, ο διπλανός της τιναζόταν ελαφρά, και κοιτούσε το χαρτάκι του. Ύστερα ξανάβρισκε τη νηφαλιότητά του. Και τη συζήτησή του με τον Αόρατο.

Σα να της ήρθε κρίμα. «Το νούμερό σου έχει περάσει» του κάνει. «Θέλεις να πάμε μαζί στη διευθύντρια να την παρακαλέσω να σ’ εξυπηρετήσει;»

Και πάλι ένευσε «όχι» με το κεφάλι. «Να! Αυτό είναι το νούμερό μου!», της ξανάπε.

…………………………………………………………………………………

Μπορεί και να μην ήξερε το γιατί. Αλλά σίγουρα δεν ήταν περιέργεια. Στις τρεις ακριβώς, ξαναμπήκε μέσα. Οι υπάλληλοι μάζευαν, πίσω απ’ τα γκισέ τους, οι τελευταίοι ηλικιωμένοι ταχτοποιούσαν τα πράγματα τους σε φακέλους και τσάντες. Ο άντρας-παιδί, στην ίδια θέση. Με το χαρτάκι στο χέρι.

«Το βλέπεις το νούμερο;» είπε ένας γέρος κλείνοντας το μάτι στον άλλο. «Κάθε μέρα ο ίδιος χαβάς. Έρχεται παίρνει νούμερο. Και μετά κάθεται και σταλίζει».

Βγήκε έξω.

Στις τρεις και μισή, οι τελευταίοι υπάλληλοι βγήκαν κι αυτοί. Και μαζί τους και το παιδί.

«Άντε Βασίλη! Τέρμα για σήμερα-του είπε ο ένας- Αύριο πάλι δουλειά!»

«Τι τα θες -γύρισε στον άλλο-. Παλιά τον Βασίλη τον έστελνε η μάνα του και πλήρωνε λογαριασμούς. Τώρα όλα ηλεκτρονικά. Πέθανε και η μάνα του… Νομίζω κάποιοι συγγενείς έχουν αναλάβει. Αλλά αυτός κάθε μέρα εδώ… Ο ταλαίπωρος. Περνάει η μέρα του…».

…………………………………………………………………….

Περπατώντας προς το αυτοκίνητο σκεφτόταν. Κάποια νούμερα που βρήκαν προορισμό σήμερα. Κάποια άλλα που πετάχτηκαν. Και ένα που για κάποιες ώρες έδωσε νόημα στη ζωή του Βασίλη. Αυτό που του στέρησε η εξέλιξη.