20. Από το αγροτικό ζήτημα στην οικολογία- Το ματωμένο θέρος του 1882

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 13.04.18 ]

Τόπος, τελικά, θα πει χρόνος. Η αναγνώριση ενός τόπου δεν ολοκληρώνεται παρά περι-διαβάζοντας τα ίχνη των ανθρώπων που τον περπάτησαν, τα συναισθήματα που γέννησε, τις ιδέες που εξέθρεψε, τις συγκρούσεις, τις μάχες και τις συμφιλιώσεις. 

Έξω απ’ αυτές τις δύο πύλες της Άρτας, σε «ουδέτερο πεδίο» συναντώνται ο κάτοικος της πόλης και ο αγρότης, ο κάτοικος του χωριού. Εκεί λαμβάνουν χώρα οι συναλλαγές αλλά και οι μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις των αγροτών που διεκδικούν από το κράτος τα χωράφια τους ή καλύτερες τιμές για τα προϊόντα τους. Γιατί το κράτος εκπροσωπεί κατά κανόνα τους τσιφλικάδες, τους εμπόρους και τους μεσάζοντες. Και το κράτος κατοικεί στην πόλη. Γι' αυτό απαιτείται ένα "ουδέτερο έδαφος", στα σύνορα της πόλης, εκεί όπου θα διαδραματίζονται οι θεσμισμένες αρχαϊκές εμπορικές «μάχες» των παζαριών με «χαμένο» κατά παράδοση τον κάμπο και την ορεινή κτηνοτροφία και βιοτεχνία. Το «Μουχούστιον», όπως μαρτυρεί ο Ξενόπουλος, ήταν προάστιο στην άκρη (τότε) της Άρτας που πήρε το όνομα από τα μοναστηριακά κτήματα που κατείχε στην περιοχή η Μονή Θεοτόκου-Μουχουστίου (στο χωριό Ραφταναίοι).

Το 1907 δολοφονείται ο Μαρίνος Αντύπας. Η αντίθεση του χωριού και της πόλης, της περιφέρειας και του κέντρου θα κορυφωθεί με το Κιλελέρ αλλά και το κίνημα του 1909.

 Η αντίθεση πόλης-υπαίθρου καταλήγει στην επιβολή της πόλης, του αστικού τρόπου, ο οποίος στο «θαύμα της Καισαριανής»(1901) σημαίνει την απώλεια, τον ακρωτηριασμό του συναισθήματος, της συν-πάθειας: «Τότε ήτον άλλος κόσμος. Οι άνθρωποι είχαν πόνο, είχαν αγάπη αναμεταξύ τους». Ο Παπαδιαμάντης είναι ο εξόριστος της πόλης, ο εσωτερικός μετανάστης. Δεν είναι πάντως ο αποκλεισμένος, ο εκτός του οργανωμένου σώματος της κοινωνίας, αντιθέτως. Ο Παπαδιαμάντης[1] θεωρεί την πόλη ως αιτία διάλυσης όλων εκείνων των αρμών που συνέδεαν οργανικά το άτομο με την τοπική και τη θεϊκή κοινότητα, εξασφαλίζοντας τη συνοχή όχι μόνο της ελληνορθόδοξης συλλογικότητας αλλά και του ίδιου του Έλληνα ανθρώπου ως Προσώπου. Στη Σκιάθο συναιρείται «το φυσικό με το ανθρώπινο στοιχείον και η θεία παρουσία σ’ ένα σύστημα κοινής αναφοράς και αλληλοπροσδιορισμού»[2]. Αυτή η συναίρεση δεν υπάρχει πια. Ο χωρικός ανήκει στη φύση, βρίσκεται εντός της, ενώ ο αστός είναι έξω απ’ αυτή, για να την ελέγχει και να την εκμεταλλεύεται. Όμως στην Ελλάδα, στα χρόνια του τέλους του 19ου αιώνα, οι αγρότες δεν είναι ούτε απλά ένα κομμάτι της φύσης ούτε ένα «σακί πατάτες», όπως έλεγε ο Καρλ Μαρξ, αλλά είναι οι φορείς της εθνικής ιδιαιτερότητας, της εθνικής ιδιοπροσωπίας, που πρέπει να επινοηθεί (γιατί η παράδοση του νέου έθνους-κράτους είναι επινοημένη. Και είναι κρίμα που 400 χρόνια παράδοσης έχουν "σβηστεί" με ένα μεγάλο ψέμμα. Φορέας αυτής της παράδοσης ήταν κυρίως η ύπαιθρος), της εντοπίας, των ελληνικών ηθών και του ελληνικού πολιτισμού, του ελληνικού τρόπου, διακρινόμενου ευκρινώς από τον τρόπο των Άλλων και ο οποίος βρίσκεται εν αρμονία με τη φύση[3]. Επίσης, αυτή την εποχή η ύπαιθρος ανασύρεται στη μνήμη ως αντίβαρο στην αίσθηση του πολιτισμικού ελλείμματος του άστεως[4]. Ανασύρεται όμως στρεβλά και διακωμωδείται από τον υπό διαμόρφωση αστικό πολιτισμό ως παρωχημένη "βουκολικότητα" και ακαλλιέργητη "χωριατιά". Από την πλευρά των χωρικών το αστικό είναι συνυφασμένο με το πλαστό, το μη γνήσιο, το ξενόφερτο, το μιμητικό, το ανήθικο και το μολυσματικό. Η "σύγκρουση", συνεπώς, είναι και πολιτισμική.

 Παρ’ όλα αυτά η πόλη νίκησε. Οι Έλληνες κοίταξαν μια μέρα τον εαυτό τους στον καθρέφτη και δεν τον αναγνώρισαν. Σήμερα, όμως, δεν έχει απομείνει τίποτα από την πόλη. Η πόλη δεν υπάρχει πια παρά ως ένα τοπίο κινούμενων ανδρεικέλων. Οι επικοινωνιακοί πυρήνες του αστεακού χώρου όπως η πλατεία, η αγορά, ο δρόμος έχουν χάσει τη σημασία και τη λειτουργία τους, έχουν απεκδυθεί τη λαμπρή μνήμη, δεν ενεργοποιούν τη συλλογική μίμηση και δεν εγκαλούν στη συλλογική δράση. Αλλά εκείνη την εποχή ό,τι σήμερα έχει παρακμάσει, τότε ήταν το περιεχόμενο του επελαύνοντος δυναμικά αστεακού και αστικού, δυτικόφρονος πολιτισμού, που σάρωσε τις τοπικές παραδόσεις.

Στο πολιτιστικό πεδίο, και μακριά από τις καλύβες των κολίγων της Άρτας και της Θεσσαλίας καθώς και τις υπόγειες κατοικίες των υπηρετών οινοπαντοπωλείων ή των εργατών των ορυχείων του Λαυρίου έχουμε τη σύγκρουση της Παράδοσης με τους εισαγόμενους θεσμούς, που μεταφέρθηκαν από τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς, τα ξενόφιλα κόμματα και τους βασιλιάδες[5]. Αυτοί θα είναι οι φορείς. Η Δύση θα παραμένει ο τόπος προέλευσης του καινούργιου, του νεωτερικού. Από εδώ θα προκύψει η αλλαγή του ρομαντικού βλέμματος -που δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί στην Ελλάδα-, το οποίο θα γίνει πλέον ρεαλιστικό. Έτσι, το 1880 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Νανά» του Αιμιλίου Ζολά, του οποίου ο πρόλογος καθίσταται «το μανιφέστο του ρεαλισμού στην Ελλάδα».

 Είχε προηγηθεί η συνάντηση-σύγκρουση στα σύνορα, που διαμόρφωσε τη «διασυνοριακή λαλιά». Γιατί, αν ο τόπος είναι μνήμη και φυσική τοποθεσία, περιοχή μνείας-μάθησης και γεωγραφίας, χώρος και λόγος, η διασυνοριακή λαλιά (προφορική γλώσσα) κατά το ανάλογο της «διασυνοριακής γραφής»(Extraterritorial του Steiner, 1975) αποτέλεσε την έκφραση της αντιπαλότητας-σύνθεσης του οθωμανικού και του ελληνικού στοιχείου, το οποίο έλαβε χώρα στα όρια, στα νέα σύνορα. Το «ελληνικό», μάλιστα, εκπεφρασμένο από τον ανοικτίρμονα μηχανισμό των Ελλήνων τσιφλικάδων, ήταν πιο εχθρικό και ανοίκειο από το «τουρκικό» στοιχείο, πολύ περισσότερο καθώς διέψευσε τις προσδοκίες. Η συνάντηση, πάντως, των δύο «στοιχείων» γινόταν στο θρυλικό γεφύρι της Άρτας[6]. Εκεί λάμβανε χώρα η ανταλλαγή «ξεριζωμένων» Ελλήνων και «ξεριζωμένων» Οθωμανών αλλά και Εβραίων. Εκεί εγκλωβίζονται οι νομάδες των χωριών των Τζουμέρκων. Εκεί είναι το σημείο τομής, όπου οι κάτοικοι της πόλης ανασυστήνουν την ψυχή τους, καθώς επανασυνθέτουν το βιός τους που βρίσκεται στην τουρκοκρατούμενη πλευρά και τον βίο τους που βρίσκεται στην Άρτα. Εκεί συναντάται ο ελληνικός με τον τουρκικό Καραγκιόζη. Ο δεύτερος είναι δημιούργημα του «ανατολικού φεουδαλισμού» και συνιστά μια ανάγνωση της κοινωνίας από τα μουσουλμανικά λαϊκά στρώματα, που είναι οργανικά ενταγμένα στην οθωμανική κοινωνία και αισθάνονται δικό τους το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Γι’ αυτό ο τουρκικός Καραγκιόζης δεν κάνει ποτέ κριτική ενάντια στην εξουσία(αφού αυτή είναι οικεία, δική του) και είναι ένας Καραγκιόζης κωμικός(ερωτο-ηθικός, ατομικός), ενώ ο ελλαδικός Καραγκιόζης είναι «κοινωνικο-ηθικός». Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, αφού η νέα εξουσία, οι φαναριώτες είναι ομάδα της πρώην ανώτερης οθωμανικής τάξης, η οποία, όμως, κλείνει προς τις νέες δυτικές εξαρτήσεις, που μοιράζονται την υπό διάλυση οθωμανική αυτοκρατορία. Στην εξαρτημένη Ελλάδα ο καραγκιόζης-λαός συνεχίζει να κάνει τεμενάδες στον πασά, που τώρα είναι ο τσιφλικάς-βουλευτής, ή ο αλλοδαπός τροϊκανός (που υπήρχε και την εποχή της "πτώχευσης" του Τρικούπη. Ένας απ' αυτούς, ο Λω παντρεύτηκε τη γνωστή στη συνέχεια λαίδη Λω) και ο εγχώριος «επιστάτης» του, ακολουθούμενος από τις μικροαστικές μάζες, άλλοτε ελάσσονες συνεταίρους στο εμπορομεσιτικό σύστημα και άλλοτε πολίτες-πελάτες στο πελατειακό σύστημα που είτε προσλαμβάνονταν στο γκουβέρνο με αντάλλαγμα την ψήφο είτε προστατεύονταν από την απόλυση με το ίδιο αντάλλαγμα. Όμως, έρχεται η στιγμή που όλοι μαζί εξεγείρονται ταυτόχρονα εναντίον του μεγαλοαστικού ηγεμονικού εξωχώριου και εγχώριου κατεστημένου.

Αυτό αναμένεται να συμβεί και τώρα ως αντίδραση στην κοινωνική, πολιτιστική και περιβαλλοντική πτώχευση της μεταπολεμικής και «μεταπολιτευτικής» Ελλάδας, την οποία οι ποιητές προέβλεψαν ότι θα εκφραστεί με τον πλειστηριασμό της Ακρόπολης[7]!

            Γιατί, σήμερα, επιστρέφουμε στις εργασιακές σχέσεις και την κοινωνική κατάσταση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, τότε που ο δουλοπάροικος και ο κολίγος της Άρτας και της Θεσσαλίας συναντούσαν τον εργάτη των ορυχείων του Λαυρίου στο μαρμάρινο θάλαμο με τα πτώματα στα έγκατα της γης. Γιατί οι σημερινοί πλανητικοί αστοί του χρηματιστηρίου και του χρηματοστοπιστωτικού κεφαλαίου τείνουν να καταστούν «πολυμορφικοί», όπως τότε που ο φεουδάρχης της Ηπείρου και της Θεσσαλίας ήταν συγχρόνως και «επενδυτής» του χρηματιστηρίου ή του real estate! Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή στην παλιά ταξική κατηγοριοποίηση και οικονομική λειτουργία των Ελλήνων, αστών και εργαζομένων, δεν θα σώσει κανέναν. Και ο «κατώτερος λαός» και οι ελίτ, και οι «πάνω» και οι «κάτω» –πλην των ελαχίστων που ανήκουν στην Κοσμόπολη- έχουμε πλέον κοινή μοίρα έναντι των πλανητικών υπερ-πλούσιων.  Όσο για την προσπάθεια διαμόρφωσης νέων ισορροπιών σε εθνικό επίπεδο αυτή είναι αδύνατη, αφού ο καθορισμός των ορίων της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν είναι δυνατός σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης και με τους άγριους, νεοφιλελεύθερους όρους της τρόικας. Η απόπειρα να εξέλθει κανείς είτε ως επιχείρηση είτε ως κοινωνία από αυτή την κατάσταση είναι σαν να προσπαθεί να ξεφύγει μόνος του από την παγκόσμια μαφία. Συνεπώς, είναι απαραίτητη η ανάπτυξη ενός παγκόσμιου κινήματος, που δεν θα αμύνεται απλώς αλλά και θα προτείνει έναν νέο παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο, αντιπαραθέτοντας, συγχρόνως, ένα νέο είδος ανθρώπου απέναντι στο σημερινό εγωτικό κανίβαλο, ένα είδος, δηλαδή, που θα βρίσκει τον εαυτό του σε μία νέα αξιοπρέπεια και την πλήρωσή του σε μια νέα συλλογικότητα, εκεί όπου θα παράγεται η αγάπη ως συντροφικότητα και η αγωνιστική αλληλεγγύη ως αρμός των διυποκειμενικών σχέσεων σε βάρος της δύναμης και της απληστίας, ενώ παράλληλα θα προτείνει μία προοπτική της εργασίας που δεν θα είναι μόνο άχθος αλλά και δημιουργία. Με άλλα λόγια, χρειάζεται ένα παγκόσμιο κίνημα της διευρυμένης πολιτικής και κοινωνικής «οικολογίας», που θα περιλαμβάνει και τη σχέση μας με τη φύση (που σημαίνει επίσης ένα όριο στη συσσώρευση) αλλά και τις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων του «οίκου» που λέγεται Γη, των ανθρώπων ως μερών της φύσης. Αυτό σημαίνει επανένταξη του ανθρώπου και του πνεύματός του στη φύση και τη φύση του. Σημαίνει μια νέα φιλοσοφία και στάση ζωής, την εντοπία σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν θα είναι εκτός αλλά εντός της φύσης και σε αρμονία μαζί της. Σημαίνει εξάλειψη του οποιουδήποτε ρατσισμού, της όποιας κοινωνικής ανισότητας και αδικίας, ενώ σε πολιτικό επίπεδο θα εξαλείφει τη δυνατότητα των «πάνω» να μεταθέτουν τις συγκρούσεις στην περιφέρεια και να προκαλούν τους εμφυλίους των «κάτω». Όσο για τους «κάτω», όλοι είμαστε πλέον ξένοι στο σπίτι μας, ακόμη και απέναντι στον εαυτό μας. Γι’ αυτό θα πούμε, παραφράζοντας τον Ρεμπώ, ότι όλοι «οι άλλοι είναι εμείς». Ο πλούτος του μείγματος που θα δημιουργηθεί από τη συνάντηση ανθρώπων και πολιτισμών θα είναι εκρηκτικός και θα παράσχει ένα νέο πλούσιο νόημα ζωής για όλους. Με άλλα λόγια, οι «κάτω»  -οι εκτός, οι παραριγμένοι, οι φτωχοί, οι άνεργοι και οι μετανάστες-, όλοι οι αποκλεισμένοι, όλοι οι απόκληροι, όπως έχει συμβεί μέχρι τώρα, θα εκφράσουν και τα υπαρξιακά και οντολογικά αιτήματα ολόκληρης της κοινωνίας.

 Βέβαια, «το μέλλον διαρκεί πολύ», όπως κάθε μεταβατική περίοδος, όπως κάθε εποχή μεταξύ των εποχών, όπως κάθε μεσαίωνας, όπως συνέβαινε στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως συμβαίνει σήμερα, όπου το παλιό έχει ξεθυμάνει τελείως αλλά το καινούργιο δεν έχει ακόμη εμφανιστεί…

  

[1] Η αντίστιξη πόλης-υπαίθρου αποτυπώνει τις διαφορές δύο αντίπαλων κόσμων, ενός ομοιογενούς κι ενός ετερογενούς, που συνυπάρχουν και μπορούν να βιωθούν εναλλακτικά. Αρχικά η επαφή των δύο κόσμων ήταν αδύνατη(«Χρυσούλα» Δροσίνη). Στη συνέχεια η σύγκρουση, άρα επαφή θα έχει ποικίλες συνέπειες. «Ο πολιτισμός εις το χωρίον»του Παπαδιαμάντη(1891) περιγράφει τις συνέπειες του εισερχόμενου αστικού πολιτισμού στο χωριό. Πλέον το οικονομικό όφελος και το ατομικό συμφέρον εγγράφονται στους ανθρωπολογικούς και κοινωνικούς κώδικες. Το νεωτερικό άτομο γεννιέται στην πόλη. Μαζί και οι απρόσωπες σχέσεις, η μοναξιά, η απόσπαση από τη φύση και η ξενότητα

[2] Mario Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος

[3] Η «εντοπία» είναι αυτή η αρμονία με τη φύση και όχι η τοπικότητα.

[4] Γεωργία Γκότση, Η ζωή εν τη πρωτευούση, Νεφέλη, Αθήνα, 2004

[5] Mario Vitti, 1980: «Ύστερα από αυτήν τη συστηματική γενοκτονία στο επίπεδο των παραδόσεων και την εξωφρενική απομίμηση δυτικών ηθών, ήταν επόμενο να σταματήσουν κάποτε οι Έλληνες μπρος σ’ έναν καθρέφτη, για να κοιτάξουν την μεταμφίεσή τους και να τρομάξουν». Οι Έλληνες έγιναν κάτι άλλο απ’ αυτό και σε αντίθεση με αυτό που ήταν(«εις αντιφατικήν με τον εαυτόν μας κατάστασιν», Π. Καλλιγάς, ‘’Μελέται’’, 1, 1899).

[6] Η νέα «γέφυρα» της διασυνοριακής γραφής είναι το διαδίκτυο, όπου δημιουργείται η διασυνοριακή λαλιά των «γκρίκλις»

[7] Γ. Σεφέρης-Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, Ερμής, ΝΕΒ, Αθήνα 1979