Σινεμά ο... παράδεισος

[ Γιάννης Ηλ. Παππάς / Ελλάδα / 26.05.16 ]

 

Τα παιδιά είχαν πάει για ύπνο και μεις, εγώ και η γυναίκα μου δηλαδή, χαζεύαμε στην τηλεόραση χωρίς να προσέχουμε ιδιαίτερα τι λέει. Είναι μια διαδικασία αποτοξίνωσης από την ένταση της μέρας να θέλεις κάποιες στιγμές να μην ακούς και να μην λες τίποτα.

Πάνω στην στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος μου ο Γ. από την Άρτα. «Τι γίνεται η πατρίδα», του λέω, «όλα καλά»;

 Μερικές φορές με παίρνει για να μου λέει τα νέα και να μιλάμε για τα δικά μας με τον  τρόπο που μιλάνε κάποιοι που γνωρίζονται από παιδιά. Στις πόλεις, τώρα πια, με την πολυκοσμία, δεν γνωρίζεις κανέναν, δεν μπορείς να ξέρεις και τι καπνό φουμάρει ο καθένας και έτσι όλοι είναι κουμπωμένοι και δεν μιλάνε πέρα από τα τυπικά.

«Καλά», μου λέει, «καλά». «Να σου πω», μου κάνει, «τον Μάχο που είχε τον κινηματογράφο Ρεξ, τον θυμάσαι». «Πως δεν τον θυμάμαι» του λέω.

«Δυστυχώς», μου λέει «πέθανε».

 Ο Μάχος, ακόμη δεν έχω μάθει το επίθετό του, είχε τον πιο μεγάλο κινηματογράφο στην μικρή μας πόλη το Ρεξ στην κεντρική πλατεία, δίπλα στο σταθμό των λεωφορείων. Πιο κάτω ήταν το σχολείο. Το «πέτρινο» που λέγαμε. Τώρα ο σταθμός έχει μεταφερθεί στην έξοδο της πόλης προς την Αθήνα, δίπλα το ποτάμι και στη θέση του είναι ο Μασούτης. Το Ρεξ έχει γίνει εστιατόριο (κλειστό πλέον) για τους φοιτητές του ΤΕΙ Ηπείρου, που απ΄ όταν ήρθαν στην πόλη, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, άλλαξαν όλα τα δεδομένα της. Εννοείται προς το καλύτερο.

 Εκεί λοιπόν, στον κινηματογράφο του Μάχου και στα ποδοσφαιράκια του Νάκα, περάσαμε ατέλειωτες ώρες στην εφηβεία μας.

 Τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, στην μικρή μας πόλη, υπήρχαν τέσσερις κινηματογράφοι. Ο ένας ήταν το «Παλλάς»  ο πιο σοβαρός, ο άλλος ήταν ο «Άλεξ», ο  τρίτος ήταν η «Φαντασία», που έβαζε καθαρές τσόντες -σε μας δεν επιτρέπονταν να μπούμε- και ο τέταρτος ήταν το «Ρεξ» του Μάχου, ο οποίος προσπαθούσε να είναι κάπου στη μέση. 

Ήταν, όπως είπαμε, δίπλα στο ΚΤΕΛ  και πιο δίπλα στη γωνία ήταν ένα μπουγατσοπωλείο. Φαγάδικο είναι ακόμη και σήμερα.

Ο Μάχος, λοιπόν,  έφερνε και καμιά ταινία της προκοπής, περιπέτειες και τέτοια, αλλά  έφερνε και καμιά ελαφριά τσόντα και καράτε. Τίτλοι που τους θυμάμαι ακόμα, «Αντίο Εμμανουέλλα», «Η επιστροφή του πάνθηρα του καράτε», «Η οδύσσεια του διαστήματος».

Ακόμη, εκεί ερχόταν διάφοροι καλλιτέχνες ή θεατρικά σχήματα, γιατί είχε και μεγάλη σκηνή και ο κινηματογράφος χωρούσε πολύ κόσμο. Θυμάμαι που μια φορά, πρέπει να ήταν τέλη της δεκαετίας του ’70, είχε έρθει στην μικρή μας πόλη ο Πασχάλης, ο τραγουδιστής, που τότε ήταν για τα κοριτσόπουλα κάτι σαν τον Ρουβά, και παραλίγο να τον κομματιάσουν από την πολύ αγάπη. Μάλιστα μια από τις κοπέλες του έκοψε για ενθύμιο το σταυρουδάκι που φορούσε στο λαιμό του.

Την εποχή εκείνη ο κόσμος πήγαινε ακόμη κινηματογράφο, γιατί δεν είχε γίνει η επέλαση της τηλεόρασης. Υπήρχαν δύο κανάλια κρατικά, και αυτό ήταν όλο.

Στο Ρεξ, λοιπόν, πηγαίναμε κάνοντας κοπάνα από το σχολείο ή το φροντιστήριο ή όταν για διάφορους λόγους τελειώναμε νωρίτερα.  Και πάντα πιάναμε τις θέσεις του εξώστη, τις πιο σκοτεινές, για ευνόητους λόγους. Όταν έσβηναν τα φώτα και άρχιζε η ταινία, μέσα στο σκοτάδι απελευθερωνόμαστε και φωνάζαμε, βρίζαμε κάναμε ό,τι δεν μπορούσαμε στο φως της μέρας.

Εμείς βέβαια πηγαίναμε για την πλάκα, αλλά όλο μας έβαζε και καμιά ελαφριά τσόντα. Όταν αργούσε να την βάλλει γινόταν χαμός. Φώναζαν όλοι με ρυθμό. «Τσόντα Μάχο». Είχε γίνει σύνθημα. Και ο ίδιος φαίνονταν ότι το διασκέδαζε. Πολλές φορές χαμογελούσε, όταν το άκουγε. Αθώα παιδιά σε αθώα εποχή ή έτσι νομίζαμε.

Ο Μάχος περιπολούσε με έναν φακό φωνάζοντας κάθε τόσο «Να βλέπω τα χέρια έξω από τις τσέπες».

Εμείς πάνω στις ορμές μας, καυλώναμε από αυτά που βλέπαμε και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που την παίζανε, μέσα στο σκοτάδι. Ειδικά αυτοί που βρίσκονταν στον εξώστη. Γι’ αυτό περιπολούσε και ο Μάχος. Για να μην του χαλάσουμε το σινεμά.

Κάποιες φορές έκανε ντου η Ασφάλεια και όταν σ’ έβλεπαν ότι ήσουνα ανήλικος σου έλεγαν «τώρα τι θες να σε πάω μέσα ή να σου δώσω ένα μπάτσο»; Και συ φυσικά έλεγες «δώσε μου ένα μπάτσο θείο»!, γιατί φοβόσουνα το ξύλο από τον πατέρα και την αποβολή από το σχολείο.

 Έτσι πέρασαν τα χρόνια, το Ρεξ έκλεισε, και έγινε εστιατόριο για πεινασμένους φοιτητές του ΤΕΙ.

Σάμπως και μεις πεινασμένοι δεν ήμασταν τότε.