Ο Επίκουρος και το Ζην Ηδέως

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 23.04.21 ]

 

«Άφοβον ο θεός,

ανύποπτον ο θάνατος

και ταγαθόν μεν εύκτητον,

το δε δεινόν ευκαρτέρητον».

Καταφεύγω συχνά στον Επίκουρο για να ξορκίσω τους φόβους μου, το δυσβάσταχτο αυτό σαράκι της ζωής των ανθρώπων. Γιατί ο Επίκουρος θεώρησε ότι η μεγαλύτερη ηδονή είναι η απουσία πόνου. Στόχος του ήταν η αναζήτηση των αιτιών της ανθρώπινης δυστυχίας και των εσφαλμένων δοξασιών που την προκαλούν. Το ζην ηδέως επιτυγχάνεται, έλεγε με την απουσία του πόνου και φόβου και με τη βίωση μιας ζωής αυτάρκους περιβαλλόμενης από φίλους. Η ηδονή κι ο πόνος είναι το μέτρο για το τι πρέπει να προτιμούμε και τι να αποφεύγουμε και αποτελεί μέσο διασφάλισης της ψυχικής μας ηρεμίας. Ακόμα και ο πόνος, εάν ορισμένες φορές μας βοηθάει στην κατάκτηση της ψυχικής μας ηρεμίας, αποκτά θετική σημασία.

Σε επιστολή του προς τον Μενοικέα ο Επίκουρος γράφει:

«Όταν λέμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές του ασώτου και αυτές που βρίσκονται μέσα στις απολαύσεις, όπως νομίζουν μερικοί που το αγνοούν και δεν το παραδέχονται ή είναι κακώς πληροφορημένοι. Αλλά εννοούμε να μην πονάει το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή».

Η φιλοσοφία του Επίκουρου για τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων συμπυκνώνεται στο «λάθε βιώσας» (= να ζεις απαρατήρητος, να μην επιδιώκεις την προβολή). Η αφάνεια σού εξασφαλίζει δηλαδή την ανωνυμία και την δυνατότητα να είσαι αυτάρκης, δηλαδή ελεύθερος, ενώ η διασημότητα δημιουργεί αντιπαλότητα και μεγάλη έχθρα με αποτέλεσμα το άτομο να μην μπορεί να βρει την αταραξία, που είναι η προϋπόθεση για το «Ζην Ηδέως». Αξίζει να μείνεις στην αφάνεια, κατά τον φιλόσοφο, για να διαφυλάξεις την ψυχική σου γαλήνη και να καλλιεργήσεις το πνεύμα σου.

Η γνώση πρέπει να βοηθάει για να εκλείψουν οι δεισιδαιμονίες και οι πλάνες και για να κατακτήσει ο άνθρωπος το ανώτερο αγαθό που είναι η ψυχική γαλήνη. Δεν υπάρχει και δεν χρειαζόμαστε γνώση που δεν έχει σχέση με τη ζωή, που δεν μεγαλώνει την ευτυχία μας ή που δεν μειώνει τον πόνο μας.

Αντίθετα με τον Αριστοτέλη, ο Επίκουρος θεωρεί τις γυναίκες ισότιμες στην κοινωνική ζωή με τους άνδρες και τις δέχεται ως μαθήτριες στη Σχολή. Εξ ίσου ισότιμη ανθρώπινη αντιμετώπιση αξίζουν οι δούλοι, οι οποίοι μπορούσαν να παρακολουθούν μαθήματα στον Κήπο και να αναδειχθούν σε φιλοσόφους.

Κατά τον 19ο αιώνα, η φιλοσοφία του Επίκουρου εντυπωσίασε τον Κάρολο Μαρξ, ο οποίος το 1841 έγραψε διατριβή υπό τον τίτλο: «Διαφορά μεταξύ της φυσικής φιλοσοφίας του Δημόκριτου και του Επίκουρου», την οποία υπέβαλε στην Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου της Ιένας στη Γερμανία, και με αυτήν έλαβε τον τίτλο του διδάκτορα. Ο Λένιν στα «Φιλοσοφικά Τετράδια, γράφει:

«Μπορεί να λεχτεί ότι ο Επίκουρος είναι ο εφευρέτης της εμπειρικής φυσικής ψυχολογίας. Σε αντίθεση με τους σκοπούς των στωικών, συλλήψεις της κατανόησης, βρίσκεται η εμπειρία, το αισθητηριακό παρόν. Εκεί, έχουμε αφηρημένη, περιορισμένη κατανόηση, χωρίς αλήθεια καθεαυτή, και επομένως χωρίς την παρουσία και την πραγματικότητα της φύσης. Εδώ, έχουμε αυτή την αίσθηση της φύσης, που είναι πιο αληθινή από αυτές τις άλλες υποθέσεις».

Ο Επίκουρος θεώρησε ότι μοναδική αρχή του κόσμου είναι η ύλη. Η ψυχή και ο νους δεν είναι παρά εκδηλώσεις της (συμπτώματα). Το Σύμπαν είναι άναρχο και δίχως τελικό σκοπό. Οι θεοί ζουν μακάριοι στον υπερκόσμιο χώρο και δεν έχουν καμία ανάμειξη ούτε στη φυσική κίνηση ούτε στην ανθρώπινη ζωή. Ο τελικός σκοπός δεν είναι η θετική ηδονή παρά η γαλήνη του θυμικού (καταστηματική ηδονή).

Ο Επίκουρος επομένως -πριν τον Φρόιντ- εισάγει την ψυχολογική έννοια της ηδονής και την  καταπίεση της ηδονής. Η επικούρεια φιλοσοφία είναι φιλοσοφία της πράξης. Η ευτυχία τονίζει είναι στο χέρι του ανθρώπου. Ταυτίζει την φιλοσοφία με την λογική και την ελευθερία: «Πρέπει, λέει, να υπηρετείς τη φιλοσοφία έτσι, που η αληθινή ελευθερία να είναι η μοίρα σου. Αυτός που υποτάχτηκε και παραδόθηκε σ’ αυτήν, δεν χρειάζεται να περιμένει –απελευθερώνεται αμέσως. Γιατί το να υπηρετείς τη φιλοσοφία είναι η ίδια η ελευθερία».

«Την ευτυχία και τη μακαριότητα», έγραφε, «δεν τις προκαλούν ούτε τα πολλά πλούτη. ούτε οι πολλές ασχολίες, ούτε η πολιτική δύναμη, αλλά το να μην είσαι θλιμμένος, η πραότητα των συναισθημάτων και η ψυχική διάθεση που καθορίζει τα όρια της ύπαρξής μας σύμφωνα με την φύση». Επίσης έλεγε: «φτώχια δεν είναι να έχεις λίγα, αλλά να λαχταράς περισσότερα». Και η συμβουλή του προς τον Ιδομενέα: «Αν θες να κάνεις πλούσιο τον Πυθοκλή, μη του δίνεις περισσότερα χρήματα, περιόρισε τις επιθυμίες του».

Επιθυμούμε να ζήσουμε για πάντα, τόνιζε, και ταυτόχρονα φοβόμαστε επειδή θα πεθάνουμε. Η επιθυμία της αιωνιότητας δεν μας αφήνει να χαρούμε τα όσα ζούμε τώρα σε αυτήν την ζωή, γιατί αγωνιούμε αν θα τα έχουμε πάντα ή αγωνιζόμαστε διαρκώς να τα αυξήσουμε. Ο φόβος του τέλους και οι επιθυμίες δεν μας αφήνουν να χαρούμε και  αποτελούν τα μεγαλύτερα εμπόδια για την απόλαυση της ζωής.

Η βίωση της ευτυχίας ωστόσο δεν είναι εύκολο ζήτημα, όπως εύστοχα το έθεσε η Κική Δημουλά(«Αντεύχομαι» στο «Εκτός σχεδίου»):

«Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα αυτής της μεγαλοκυρίας που λέγεται ευτυχία. Μου έχει σπάσει τα νεύρα με όσα ισχυρίζεται απολογούμενη που με έστησε.{..}

Είδα κι έπαθα να μην έχω την ανάγκη της. Και τώρα που παλεύοντας τα κατάφερα, έρχεται και μου δίνει συγχαρητήρια, πως αυτό ακριβώς, ότι δεν έχω την ανάγκη της, αυτό είναι ευτυχία. Άπιαστη σου λέω».

Αναρωτιέμαι πόσες φορές πρέπει να πεθάνεις  πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις;