Η χρησιμότητα της βλακείας

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 12.05.21 ]

 

Ας αρχίσουμε τη νέα χρονιά με τα λόγια του Σαίξπηρ, «life is a tale, told by an idiot, full of sound and fury, signifying nothing (Η ζωή είναι ένας μύθος γεμάτος φασαρία και μανία, χωρίς κανένα νόημα -τον οποίο αφηγείται ένας ηλίθιος).  Έτσι θα απομυθοποιήσουμε τον ορθολογισμό και την σοβαρότητα με την οποία βλέπουμε τον εαυτό μας. Σ' αυτή την αναζήτηση θα στηριχτούμε στο τριαδικό σχήμα της εγελιανής διαλεκτικής, θέση-άρνηση-σύνθεση (υπ' αυτή την έννοια, ο κόσμος μας είναι σαιξπηρικός).

Μία από τις πιο μεγάλες αυταπάτες του ανθρώπου, αν όχι η μεγαλύτερη, είναι η βεβαιότητά του ότι δεν είναι ανόητος. Ο Αϊνστάιν άλλωστε το είπε: «Δυο πράγματα είναι άπειρα, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία, και δεν είμαι σίγουρος για το πρώτο».

Ο μοναδικός ίσως που κατάφερε να δώσει έναν πειστικό ορισμό στη βλακεία ήταν, το 1988, ο ιστορικός και οικονομολόγος Κάρλο Τσιπόλα(CIPOLLA CARLO) στο «Δοκίμιο Περί Ανθρώπινης Βλακείας»: «Βλάκας είναι αυτός που με τις ενέργειές του προκαλεί ζημιά σε κάποιον άλλο, αλλά παράλληλα δεν πετυχαίνει κάποιο πλεονέκτημα για τον εαυτό του ή ακόμα υφίσταται ζημιά και ο ίδιος».

Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι ένας παράγοντας που γιγαντώνει τη βλακεία είναι η εξουσία. «Τα άτομα που έχουν εξουσία τείνουν να πιστεύουν ότι, ακριβώς επειδή έχουν εξουσία, είναι οι καλύτεροι, οι πιο ικανοί, οι πιο έξυπνοι, οι πιο σοφοί από όλη την ανθρωπότητα. Εξάλλου, περιστοιχίζονται από αυλικούς, οπαδούς και κερδοσκόπους, που ενισχύουν διαρκώς αυτή την ψευδαίσθηση. Με αυτό τον τρόπο όποιος βρίσκεται στην εξουσία καταλήγει να διαπράττει κατά γενική ομολογία τις μεγαλύτερες ανοησίες». Καταλήγει ότι δεν υπάρχει τρόπος να απαλλαχτούμε από την παγκόσμια βλακεία και αν και η βλακεία είναι επικίνδυνη, καταστρεπτική και πιθανόν ανίκητη, οι φορείς της είναι κοινωνικά χρήσιμοι.

Ο  Διονύσης Χαριτόπουλος στο βιβλίο του «Εγχειρίδιο Βλακείας» γράφει: «Το μέγεθος και οι αυλακώσεις του εγκεφάλου που χώρισαν τους ανθρώπους από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο χωρίζουν και τους ίδιους (με την επίδραση και του περιβάλλοντος όπου αναπτύσσονται), ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος, φύλου, πλούτου, σπουδών, ιδεολογίας, σε δύο βασικές κατηγορίες: στους ΕΞΥΠΝΟΥΣ και στους ΒΛΑΚΕΣ. Αν και η μεταξύ τους διάκριση δεν είναι δύσκολη, όσοι ανήκουν στην πρώτη κατηγορία δεν το λένε και όσοι ανήκουν στη δεύτερη δεν το ξέρουν. Η βλακεία είναι απρόβλεπτη. ‘Εχει τόση ποικιλία εκδηλώσεων, όσοι και οι βλάκες που ο καθένας ξεχωριστά είναι μια αστείρευτη πηγή εμπνεύσεων. Με την καμπύλη του Gauss η οποία χρησιμοποιείται για την ανίχνευση διάφορων χαρακτηριστικών ενός πληθυσμού, έχουμε το λιγότερο ένα ποσοστό 25% βλακών, 25% έξυπνων και 50% μέσης νοημοσύνης. Ο ένας στους τέσσερις είναι βλάκας…

Ο βλάκας δεν χωράει στην πραγματικότητα. Δεν μπορεί να δώσει ούτε να δεχτεί εξηγήσεις για το πεπερασμένο της ύπαρξης και συνήθως αγκιστρώνεται σε κάτι που υπερβαίνει την εγκόσμια τάξη. Σε κάποιο θεό, σε μια ανώτερη δύναμη ή στο σύμπαν που συνωμοτεί για χάρη του. Η ευπιστία του ηλίθιου είναι παροιμιώδης: γοητεύεται, αναπαράγει ή εφευρίσκει ο ίδιος θρησκευτικά θαύματα, οράματα, εξωγήινα όντα, μετεμψυχώσεις, μεταλλαγμένους, λείψανα αγίων, τσαγιέρες που περιστρέφονται στο Διάστημα, προϊστορικούς γίγαντες, νεράιδες, λυκάνθρωπους, ψυχές που βουρλίζονται γύρω μας».

Υπάρχει εντούτοις και η άλλη άποψη. Στο «Περί βλακείας» του Ρόμπερτ Μούζιλ (1937), ο συγγραφέας επιδιώκει να δείξει ότι η βλακεία δεν είναι μια έννοια «τόσο προφανής όσο δείχνει εκ πρώτης όψεως», και πιθανόν να τη συναντήσουμε εκεί όπου νομίζουμε πως συχνάζει η ευφυΐα. Υποστηρίζει πως «χωρίς κάποιες συγκεκριμένες βλακείες ο άνθρωπος δεν θα ερχόταν καν στη ζωή». Κατά τον Μούζιλ, είναι βλακεία το να επιδεικνύεις την εξυπνάδα σου, αφού η ζωή έχει δείξει πως είναι φρονιμότερο να μην κάνεις τον έξυπνο και καταλήγει στο ότι τη βλακεία θα έπρεπε να την αναζητήσουμε ο καθένας μέσα του.

Ο Έρασμος έγραψε το «Μωρίας Εγκώμιον» όπου η μωρία δεν είναι η ηλιθιότητα ή η α-νοησία αλλά η καλώς νοούμενη φαιδρότητα, η έλλειψη σοβαρότητας. Όταν η σοβαρότητα περισσεύει, είναι η χαρά της ζωής. Χωρίς αυτήν, οι άνθρωποι δεν θα παντρεύονταν και δεν θα κάνανε παιδιά και η μεγάλη ηλικία θα ήταν ανυπόφορη. «Κάλεσε έναν σοφό σε γιορτή και θα χαλάσει την παρέα, είτε με κακοδιάθετη σιωπή είτε με εκνευριστικές διαφωνίες». Οι γυναίκες οφείλουν στην Μωρία τα φτιασιδώματά τους, αλλά σε αυτά οφείλεται η προσοχή των (επίσης μωρών) ανδρών και ο έρωτας. Ούτε οι φιλίες θα άντεχαν χωρίς αυτήν, αφού ο καθένας μας πρέπει να πείθει τον εαυτό του ότι η μωρία των φίλων του (οι ιδιοσυγκρασίες και τα ελαττώματά τους) είναι ακριβώς η αρετή τους. Ακόμα και οι θεοί χαρακτηρίζονται από την Μωρία, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε σε κάθε εξιστόρηση των κατορθωμάτων τους. Η απόλυτη ειλικρίνεια και η αλήθεια μπορούν να γίνουν επικίνδυνες, άρα η κολακεία (χαρακτηριστικό της μωρίας) μπορεί να γίνει ακόμα και αρετή. Μια δόση αυταπάτης είναι υγιής και βοηθάει τους ανθρώπους να ξεχνούν τα ελαττώματά τους, και να κάνουν σπουδαία πράγματα με τη βοήθεια και τη συνεργασία άλλων.  Άρα η μωρία προωθεί κάθε σπουδαίο πράγμα που κάνουν οι άνθρωποι».

Ο Ματάις Φαν Μπόξελ στο βιβλίο του «Η εγκυκλοπαίδεια της βλακείας» θα καταδείξει ότι «από την οπτική γωνία της φύσης, η αυτοθυσία είναι το άκρον άωτον της βλακείας… Η αυτοθυσία είναι μια παρωδία στην οποία η βλακεία προσλαμβάνει τη μορφή της ύψιστης σοφίας. Ο μαρτυρικός θάνατος είναι καθαγιασμένη βλακεία. Η υπέρβαση γίνεται κανόνας. Ως εκ τούτου ο πολιτισμός αποτελεί καρικατούρα του εαυτού του: μια μορφή βλακείας έγινε κουλτούρα, ένας παραλογισμός έγινε δεύτερη φύση». Κατ’ επέκταση, τα μνημεία που υμνούν τη θυσία των ηρώων δε θα μπορούσαν παρά να υπόκεινται στο πλαίσιο της ίδιας βλακώδους συμπεριφοράς: «Οι αψίδες θριάμβου φαίνεται ότι προσφέρουν μια φευγαλέα ματιά σε ένα ένδοξο στρατιωτικό παρελθόν, αλλά στην ουσία δεν είναι παρά βλακώδη μνημεία που προσπαθούν κατόπιν εορτής να τοποθετήσουν τις τραυματικές αγριότητες του πολέμου σε ένα βαρυσήμαντο πλαίσιο, όπως μαρτυρά η Αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι». 

Για τον Μπόξελ «η βλακεία είναι ο ενωτικός κρίκος κάθε κοινωνίας», που σε τελική ανάλυση οφείλει να αποδεχτεί τη γύμνια του βασιλιά: «Ο μονάρχης πρέπει να κρατά για χάρη μας τα προσχήματα, εξ ου και ο λόγος που στο παραμύθι συνεχίζει ολόγυμνος να περπατά αγέρωχα. Και οι πολίτες όμως στο ρόλο του υπηκόου πρέπει να συνεργήσουν στην απάτη. Εφόσον όλοι υποκρίνονται ότι ο μονάρχης είναι ντυμένος, το έθνος παραμένει ενωμένο».

Η βλακεία κρίνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για να εξασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή: «Η βλακεία που κρύβεται στη συμπεριφορά της αγέλης, στα τελετουργικά, αντιπροσωπεύεται στην τηλεόραση».  Με δυο λόγια, «κοινωνία χωρίς τα θεμέλια της ηλιθιότητας δεν μπορεί να υπάρξει». Η κατάδειξη της αναγκαιότητας της βλακείας ως θεμέλιο της κοινωνίας και του πολιτισμού δεν του αρκεί. Θεωρεί επίσης ότι η βλακεία είναι το θεμέλιο της ανθρώπινης ευτυχίας: «Ας υποθέσουμε όμως ότι δεν υπήρχε βλακεία. Όλες οι λαμπρές εμπνεύσεις θα γίνονταν πραγματικότητα χωρίς κανένα εμπόδιο· όλοι θα αντιλαμβάνονταν τη βαθύτερη σημασία της ζωής· το λογικό θα ήταν προφανές και αδιαμφισβήτητο. Μαζί με τη βλακεία θα καταργούνταν η ανθρώπινη ελευθερία και η δυνατότητα επιλογής. Τα πράγματα θα έχαναν το όνομα και τη σημασία τους, επειδή όλα θα αποδεικνύονταν εξίσου πολύτιμα και ευτελή. Θα ζούσαμε σαν άγγελοι ενός αιώνια λαμπρού ουρανού λαχταρώντας μια εξέγερση· σαν πλάσματα ενός αποπνικτικού παραδείσου επιζητώντας το προπατορικό αμάρτημα».

Πολλές φορές συγχέεται η έννοια της σοβαρότητας με αυτήν της εξυπνάδας και η έννοια της αστειότητας με αυτήν της ανοησίας. Καμμία σχέση. Ο Καβάφης το έθεσε σωστά: «Tο ξέρω που για να επιτύχει κανείς στην ζωή, και για να εμπνέει σεβασμό χρειάζεται σοβαρότης. Kαι όμως με είναι δύσκολο να είμαι σοβαρός, και δεν εκτιμώ την σοβαρότητα.Aς εξηγηθώ καλλίτερα. Mε αρέσει στα σοβαρά μόνον η σοβαρότης· δηλ. 1/2 ώρα, ή μια ώρα, ή δυο ή 3 ώρες σοβαρότητα την ημέρα. Συχνά βέβαια και σχεδόν ολόκληρη μέρα σοβαρότητα. Άλλως, με αρέσουν τα χωρατά, η αστειότης, η ειρωνεία η με ευφυή λόγια, το χαμπαγκάρισμα (humbugging). Aλλά δεν κάμνει. Δυσκολεύει τες δουλειές. Διότι ως επί το πλείστον έχεις να κάμνεις με ζευζέκηδες και αμαθείς. Aυτοί δε είναι πάντοτε σοβαροί. Mούτρα, σέρια ζωωδώς· πού να αστειευθούν· αφού δεν καταλαμβάνουν. Tα σοβαρά τους μούτρα είναι αντικατοπτρισμός. Όλα τα πράγματα είναι προβλήματα και δυσκολίες για την αγραμματοσύνη τους και για την κουταμάρα τους, γι αυτό σαν βώδια και σαν πρόβατα (τα ζώα έχουν σοβαρότατες φυσιογνωμίες) είναι περιχεμένη επάνω στα χαρακτηριστικά τους η σοβαρότης. Ο αστείος άνθρωπος γενικώς περιφρονείται, τουλάχιστον δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν σημαντικά, δεν εμπνέει πολλήν πεποίθησιν. Γι’ αυτό κ’ εγώ καταγίνομαι στους πολλούς να παρουσιάζω σοβαρήν όψι. Hύρα πως μεγάλως με διευκολύνει τες υποθέσεις μου. Eσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ.(Γ.Π. Σαββίδης, «Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής», Μικρά Καβαφικά, Β´, Ερμής, 1987)

Είναι γεγονός ότι η φύση του ανθρώπου έχει περισσότερο από τον βλάκα, παρά από τον σοφό. Ωστόσο αν δεν είχαν σημειωθεί ανωμαλίες τα τελευταία 4 δισεκατομμύρια χρόνια, εσείς και εγώ θα είμαστε ακόμα βακτηρίδια. Κάθε μετάλλαξη ή άλλη αναδιάταξη του DNA μας, που έφερε έναν από τους προγόνους μας πιο κοντά στην ύπαρξη ανθρώπου, όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά, πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι μοναδική και κατά συνέπεια ανώμαλη. Είμαστε οι άμεσοι απόγονοι εκατομμυρίων φρικιών. Υπό το πρίσμα αυτής της σκέψης, θα πρέπει ίσως να αντιμετωπίσουμε τους  ανόητους εαυτούς μας με περισσότερο σεβασμό. Η φυσική εξέλιξη προνόησε για το χαρακτηριστικό της μωρίας.

Για τον Τουαίην «Αν δεν υπήρχαν οι βλάκες, οι έξυπνοι δε θα 'χαν καμιά τύχη»  και για τον Βιντγκενστάιν «Αν οι άνθρωποι δεν έκαναν ποτέ τους ανοησίες, τίποτα έξυπνο δε θα γινόταν». Τελικά, αυτό που ονομάζουμε ανθρώπινη εξέλιξη δεν είναι τίποτε άλλο από την αέναη πάλη με την ηλιθιότητα, που διαρκώς θα βρίσκεται μπροστά μας με ακόμη πιο εξελιγμένη μορφή. Παρά την επικινδυνότητά της, η ανοησία δίνει ωστόσο μια μικρή μετριοφροσύνη και ένα άγγιγμα αισιοδοξίας στις φιλοδοξίες μας.