«Η περιφρόνηση» του Γκοντάρ στην Άρτα

[ ARTI news / Άρτα / 01.11.16 ]

Η ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ «Η περιφρόνηση» (1963) προβάλλεται το Σάββατο 5 Νοεμβρίου στο Σινέ Παλλάς της Άρτας, στις 23.30, με ελεύθερη είσοδο.

Ακολουθεί κείμενο του Βασίλη Γκορόγια (μέλος της ΚΛΑΡΤ) 

Η μόνη γόνιμη περιφρόνηση είναι εκείνη που αφορά τον εαυτό μας, γιατί έτσι μπορούμε να τον υπερβούμε και να τον ξανά πλάσουμε. Σε αυτή τη φράση του Φρίντριχ Νίτσε μπορούμε να διακρίνουμε αρκετές αλήθειες, έχοντας ως αφετηρία την ίδια μας την καθημερινότητα. Η οποία καθημερινότητα με τη σειρά της, επιδιώχθηκε να αποτυπωθεί στο λευκό πανί, στα τέλη των ‘50s, με έναν πιο ιδιαίτερο, αντισυμβατικό τρόπο. Το κίνημα της Nouvelle Vague στη Γαλλία δεν κατάφερε μόνο να πάει αντίθετα στο ρεύμα της εποχής που επικρατούσε στη χώρα αλλά και να δημιουργήσει μια ολόκληρη σχολή, που άφησε εμφατικά τη σφραγίδα της πάνω στην έβδομη τέχνη. Αποτέλεσμα, η γέννηση μίας γενιάς σκηνοθετών που «ένιωθε» από σινεμά, μέσα από το δικό της, προσωπικό πρίσμα. Ένας από τους κυριότερους εκφραστές του ήταν και ο Ζακ-Λυκ Γκοντάρ. 

Ο θεατής τοποθετείται ανάμεσα στο ζευγάρι των Πωλ Ζαβάλ (Μισέλ Πικολί) και Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντό). Ο πρώτος, είναι συγγραφέας θεατρικών έργων κατά κύριο λόγο. Η δεύτερη, η πανέμορφη σύζυγός του που οποιοδήποτε χαρακτηριστικό της, φαινομενικά, επισκιάζεται από την εξωτερική της εμφάνιση. Ο αμερικανός παραγωγός Τζέρεμι Πρόκος (Τζακ Πάλανς) αναθέτει στον Πωλ την, εκ νέου, συγγραφή του σεναρίου για την μεταφορά της «Οδύσσειας» στον κινηματογράφο, καθώς θεωρεί τη δουλειά του σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ (που υποδύεται πολύ απλά τον εαυτό του) αντιεμπορική. Έτσι, αρχικά ο συγγραφέας ενώ δέχεται τη δουλειά επειδή έχει ανάγκη τα χρήματα ώστε να ζει αξιοπρεπώς με τη σύντροφό του, στη συνέχεια αμφιταλαντεύεται διότι θεωρεί ότι προδίδει την προσωπικότητά του. Η Καμίλ παίζει σημαντικό ρόλο σ’ αυτό το δίλημμα, ενώ από τη στιγμή που γνωρίζει τον Πρόκος, η σχέση του ζευγαριού κλονίζεται ανοιχτά. 

Βασισμένη στη νουβέλα του Αλμπέρτο Μοράβια, “Il disprezzo”, η ταινία θέτει μονίμως διλήμματα που παράγουν αντιφατικές εικόνες. Βασικότερη αυτών, η αιώνια διαμάχη μεταξύ εμπορικού – αντιεμπορικού. Ο Γκοντάρ τοποθετεί έναν αμερικανό στη θέση ισχύος έτσι ώστε να δείξει την εναντίωσή του απέναντι στα μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ. Ταυτόχρονα, όμως, διαθέτει ένα καστ κινηματογραφικών αστέρων της εποχής (η πρώτη και τελευταία φορά που έκανε κάτι τέτοιο), θέλοντας να δείξει ότι εμπορικότητα και ποιότητα δεν λειτουργούν, απαραίτητα, ως συγκοινωνούντα δοχεία. Μέσα απ’ αυτή την αντίθεση το ζευγάρι των πρωταγωνιστών μας προσφέρει ακόμη περισσότερες αντιφάσεις, μέσα από ένα κρεσέντο κυκλοθυμίας το οποίο δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Τρανταχτό παράδειγμα η σκηνή διάρκειας μισής ώρας (από τα κύρια χαρακτηριστικά της Nouvelle Vague) όπου το ζεύγος εκφράζει στον απόλυτο βαθμό την υπαρξιακή του κρίση. 

Πέρα, όμως, από τα πολλά νοήματα που προκύπτουν, βαθύτερα και μη, σκηνοθετικά η ταινία είναι χάρμα οφθαλμών. Κάθε πλάνο του Γκοντάρ δείχνει εξαιρετικά μελετημένο και στημένο, «γεμίζοντας» το μάτι μέσα από ένα ρεσιτάλ κινηματογραφικής μαστοριάς. Μπορεί η Μπριζίτ Μπαρντό να αποτελεί τον «κράχτη» της ταινίας, γεγονός φυσιολογικό έως ένα σημείο όχι μόνο για τον προφανή λόγο αλλά και για την πολύ καλή της ερμηνεία, ο Γάλλος σκηνοθέτης, όμως, είναι αυτός που καταφέρνει να διεγείρει την όραση, ακόμη κι αν χρειάστηκε να απεικονίσει γυμνό το κορμί της διάσημης καλλιτέχνιδας. Τελικός αποδέκτης το μυαλό του θεατή, ο οποίος μέσα από τις αντιφάσεις καθρεφτίζει τα δικά του διλήμματα, στη δική του πραγματικότητα. 

Ο μήνας Νοέμβριος για την Κινηματογραφική Λέσχη Άρτας ανήκει στον Γκοντάρ, όχι ως μία προσπάθεια προσέγγισης αντιλήψεων που δυσκολεύεται να αφουγκραστεί ο μέσος σινεφίλ, αλλά ως μία απόδειξη ότι «το άγνωστο» το δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι από τη στιγμή που συνηθίζουμε να το αποφεύγουμε. Ένα σημαντικό κεφάλαιο του παγκόσμιου σινεμά θα ξεδιπλωθεί στην οθόνη του «ΣΙΝΕ ΠΑΛΛΑΣ», αρχής γενομένης από αυτό το Σάββατο στις 5 του μήνα. Κεφάλαιο το οποίο αποτυπώνει την πραγματικότητα την οποία ζούμε καθημερινά, με τον δικό του, αντισυμβατικό τρόπο. Η φράση του Γάλλου κριτικού κινηματογράφου, Αντρέ Μπαζέν, συνοψίζει το νόημα:
«Το σινεμά υποκαθιστά τον κόσμο όπως τον επιθυμούμε. Η “Περιφρόνηση” είναι η ιστορία αυτού του κόσμου».