Ετούτα τ’ άρβυλα περπάτησαν τον πόνο

[ / Ελλάδα / 13.09.15 ]

Φθινόπωρο φίλες μου, ας οργανώσουμε και πάλι τη γκαρνταρόμπα μας. Τι θα προτιμήσουμε φέτος; Μποτάκια Φεραγκάμο ή Βίβιεν Γουέστγουντ; Γοβάκια Μανόλο Μπλάνικ; Δωδεκάποντες Λουμπουτέν;

Μονάχα να σαρκάσω μπορώ, όταν ξέρω πως  εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες εκεί έξω θα ήταν ευτυχισμένοι με οποιοδήποτε ζευγάρι από τα φορεμένα, αθλητικά παπούτσια μας. Έχουν βλέπετε να διασχίσουν τη μισή Ευρώπη, προκειμένου να κουρνιάσουν μακριά από τον πόλεμο και τον θάνατο.

Ένα ζευγάρι παλιά αθλητικά παπούτσια ή μποτάκια,  γαλότσες έστω, αυτό χρειάζονται για να βαδίσουν προς το όνειρό τους. Με δετά, βολικά παπούτσια ξεκίνησαν από την χειμαζόμενη χώρα τους – στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, γιατί κάποιοι ξέφυγαν ξυπόλυτοι- γνωρίζοντας πολύ καλά πως έπρεπε να είναι «ετοιμοπόλεμοι», έτοιμοι να διανύσουν χιλιόμετρα. Ας είναι και χιλιάδες. Με ένα τέτοιο ζευγάρι τους χαρίζεις τον ουρανό με τ’ άστρα. Γιατί δεν είναι μόνο πως αποκτούν κάτι χρειαζούμενο. Ταυτοχρόνως, κάποιοι τους δείχνουν ότι τους σκέφτονται, τους νοιάζονται, τους υπολογίζουν.

Μια από τις πλέον συγκινητικές φωτογραφίες, είναι αυτή στον σιδηροδρομικό σταθμό Βουδαπέστης, όπου οι ντόπιοι έχουν αφήσει κλειστά παπούτσια, μποτάκια κυρίως, να τα βρουν οι πρόσφυγες. Άνθρωποι αφήνουν, άνθρωποι παίρνουν. Χωρίς καν να δει ο ένας το πρόσωπο του άλλου για να πει «ευχαριστώ». Ευχαριστούν κι εκείνοι που προσφέρουν κι εκείνοι που δέχονται, γιατί τους δόθηκε αντιστοίχως μια ευκαιρία.

Όλο το καλοκαίρι, τα παπούτσια των προσφύγων με στοιχειώνουν. Μου θυμίζουν μια ακουαρέλα με τα «άρβυλα της εξορίας» που είχε ζωγραφίσει ο Γιάννης Ρίτσος στον Αη- Στράτη. Πολυφορεμένα, ταλαιπωρημένα, κι ωστόσο σε πρώτο πλάνο, και μόνο αυτά, χωρίς τον κάτοχο. Πολύτιμοι βοηθοί του. Αλλά όχι μόνο. Στον «Πέτρινο Χρόνο», που γράφτηκε στη Μακρόνησο, ο ποιητής έλεγε:

 «Σκύψε και μέτρησέ τα

Να λογαριάσεις τον δρόμο που περπάτησαν

Το δρόμο που θα περπατήσουν

Το δρόμο που δεν έχει τέλος

 

Ετούτα τ’ άρβυλα τα μπαλωμένα

Τα χοντροκαμωμένα

Δεν είναι για τα πόδια σου φεγγάρι

Ετούτα τ’ άρβυλα περπάτησαν τον πόνο

Περπάτησαν το θάνατο

μπάρμπα φεγγάρι το θάνατο δίχως να σκοντάψουν.»

 Γι’ αυτό λέω κι εγώ πως τα φθαρμένα αθλητικά μας παπούτσια για τους πρόσφυγες είναι σαν δυο φτερά, που τους βάζουμε τρυφερά στην πλάτη, να πετάξουν προς την ελευθερία. Ας τους τα δώσουμε.

 Έχω κάτι ακόμα να πω σε κονδυλοφόρους που ολοφύρονται για τη χαμένη αισθητική του κέντρου των πόλεων- βλέπετε οι πρόσφυγες είναι πολλοί, δεν μπορούμε να τους καταχωνιάσουμε σαν τα σκουπίδια κάτω από το χαλί.  Έχω να πω το ίδιο και σε εκείνους που με νοσταλγία αναστενάζουν γιατί απωλέσθη η ομορφιά που είχε η Αθήνα φερ’ ειπείν στις παιδικές τους μνήμες. Μην οργίζεστε γιατί δήθεν χάλασαν οι ειδυλλιακές πόλεις των παιδικών σας χρόνων. Είχαν παραδοθεί στην πρέζα, τη σωματεμπορία, την ανομία και τη βρωμιά εδώ και δεκαετίες. Εσείς το καταπίνατε. Να καταπιείτε και τους πρόσφυγες. Εδώ είναι θέμα ανθρωπισμού, το άλλο ήταν θέμα δειλίας. Κάποτε δεν θέλατε να  βγάλετε το φίδι από την τρύπα. Γιατί το βγάζετε τώρα; Δεν καταλαβαίνετε πως αυτό είναι το φίδι του ρατσισμού;

Όταν πριν από 93 χρόνια τέτοιες μέρες έρχονταν καραβιές απ΄ τη Μικρά Ασία, οι δικοί μας πρόσφυγες  έστηναν τις σκηνές τους στο Θησείο δίπλα στον  ναό του Ηφαίστου, στις πλατείες του Πειραιά, εύρισκαν καταφύγιο στα θεωρεία του Δημοτικού Θεάτρου Αθήνας. Και τότε χάλαγε η αισθητική μερικών. Να το καταπιούν και σήμερα οι απόγονοι των θεωριών τους. Από το κράτος να ζητήσουν ευθύνες, που δεν έχει υποδομές. Αλλά στους πρόσφυγες να είναι αλληλέγγυοι.

Γιατί; Επειδή αυτό που ο Κορνάρος αποκαλούσε «του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνουν» είναι η ουσία της ζωής. Σήμερα αστοί, καλοβαλμένοι, διαφωνούντες με την είσοδο μεταναστών, αύριο πρόσφυγες. Κανείς δεν έχει εγγύηση πως θα τελειώσει τη ζωή του άρχοντας. Μπορεί να γίνει και σκλάβος.

Η προσφυγοπούλα (και κατόπιν γιαγιά μας) Βασιλεία, το έλεγε με μια φράση:

«Ό,τι κάνεις θα βρεις και ένα παραπάνω.»

Να το θυμάστε, πιάνει.