Τότε το καλοκαίρι ήταν παντού...

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 13.08.17 ]

 

Με τον προβιβασμό στο χέρι, το καλοκαίρι ante portas  έτοιμο για άνευ όρων παραδόσεις, έσβηνε  μονοκοντυλιά γκρίζους χειμώνες, σχολικές σκοτούρες, πρωινά εκβιαστικά ξυπνήματα, επιβεβλημένους ανταγωνισμούς, βαθμοθηρικές  επιδιώξεις, διδασκαλικές κατηχήσεις, γονεϊκές ονειροφαντασίες πάνω σε παιδικές ή εφηβικές πλάτες…, οτιδήποτε τέλος πάντων είχε να κάνει με κάθε φύσεως καθηκοντολόγια! Για δυο και βάλε μήνες  ίσχυε το… απυρόβλητο, η ανακωχή. Αυτό που σαν έννοια διάβαζε στα βιβλία -ιστορίας, λογοτεχνίας-, έπαιρνε σχήμα και μορφή μέσα της αυτούς τους μήνες. Ελευθερία! Τι άλλο;

Παραδίδοντας το τελευταίο διαγώνισμα, κατέβαινε κουτρουβάλα τις σκάλες για την περίφημη συνάντηση στην αυλή. Εκεί η εξ ίσου περίφημη κολλητή της, είχε έτοιμο ήδη το… οπλοστάσιο.  Ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Από Μίκυ Μάους, και Μαλφάντα, μέχρι Μπλεκ και Μικρό Σερίφη, -δεν θα κωλώσουμε εκεί. Από τη μεριά της το υλικό, λιγουλάκι πιο αναβαθμισμένο «Κλασσικά εικονογραφημένα» παρακαλώ! Κολλαριστά και περιποιημένα παρ’ ότι χιλιοδιαβασμένα. Να ο Όλιβερ Τουίστ, ο Μπεν Χουρ, αλλά και τα πιο ελίτ, Όσα παίρνει ο άνεμος, Τζέυν Έυρ, και… κάποιο που με δυσκολία διαπραγματευόταν -ίδια σκηνή κάθε φορά!

-Πού είναι η Κάθρην με τον Χήθκλιφ εεε; Ρωτούσε η κολλητή, που ποτέ δεν είχε καταφέρει να πει τον αυθεντικό τίτλο.

-Θα μου το προσέχεις μωρέ;

-Ε, αφού τα είπαμε αυτά! Σαν τα μάτια μου!

Τότε έβγαζε ανόρεχτα από τη σακούλα τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», και το παρέδιδε με… ευλάβεια!

-Παναγιά μου! -έκανε η κολλητή αγκαλιάζοντας σχεδόν τους αυτοκτονικούς πρωταγωνιστές και τον δραματικό τους έρωτα!- Έχω να διαβάσω!...

Ακολουθούσαν μέρες και νύχτες σχεδόν μονίμως επί κλίνης!  Ήταν όρος απαράβατος. Επί μια βδομάδα και βάλε, κανένας δεν θα τολμούσε να ενοχλήσει, να απαιτήσει, να κατηχήσει! Κάθε περιοδικάκι, αφού διαβαζόταν με βουλιμία, τοποθετούνταν προσεχτικά, κάτω από το κρεβάτι… Κι’ άλλο, κι’ άλλο! Μέχρι που ο χώρος να γεμίσει ασφυκτικά και…να αρχίσει η μητρική δυσφορία,(πάντα όμως μετά το δεκαήμερο, όλα κι’ όλα!). Κάπου εκεί βέβαια είχε κουραστεί και η ίδια, όχι μόνο από το ξαπλαρωτό γύρνα δεξιά, γύρνα αριστερά, αλλά και από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του φιλικού υλικού.

Τότε ακριβώς το κάθε υλικό ξαναπήγαινε σπίτι του, και κει αντάλλασσαν φιλιά και χαιρετούρες, γιατί οι δρόμοι τους θα χώριζαν. Η φιλενάδα προς βορά, αυτή προς νότο! Μεσολαβούσε το οτομοτρίς -δυο γραμμές παρακαλώ!- πέντε ώρες ταξίδι. Όρθια στο ανοιχτό παράθυρο, ο αέρας να μπατσίζει το πρόσωπο, δέντρα και σπίτια να χαιρετάνε από την αντίθετη… Μάτια κλειστά! Όχι από τον αέρα. Μα γιατί ήταν ήδη εκεί, στον τόπο της δικής της επαγγελίας και κατέστρωνε ήδη, την επόμενη μέρα. «Τα ξαδέρφια με σκέφτονται τώρα! Θα ετοιμάζονται κι’ αυτά!»

Έτσι ξεκινούσε το βήτα και  ατέλειωτο μέρος. Που άρχιζε με αγκαλιές, φιλιά, χοροπηδητά, εξερευνήσεις του ενός από τον άλλον! Ποιός άλλαξε, ποιος πάχυνε, ποιος ψήλωσε, ποιος ομόρφυνε! Ποιος έβγαλε τα πρώτα σπυριά της εφηβείας, αλλά και άλλα σουσούμια, πιο κρυφά, που θα λεγόντουσαν αργότερα στις μεσημεριανές ξάπλες.

Τα υπόλοιπα συνοψίζονταν όλα σε μια λέξη. Διόλου βαρύγδουπη, ή μπανάλ. Δεν ήταν  «Ευτυχία». Δεν ήταν «Ξεκούραση». Ούτε και εξερεύνηση, ανακάλυψη… Επίσης δεν ήταν λέξεις μιας υπέροχης καθημερινότητας όπως ας πούμε, μακροβούτια, αλμύρα, κοχύλια, ποδηλατάδα, ζουμερό καρπούζι… Ακόμη, ούτε και δίσκοι στο πικ-απ, μουσική  στο μαγνητοφωνάκι, μικροπαρτάκια και εκκολαπτόμενα φλερτάκια, διαγωνισμοί τραγουδιού, αυτοσχέδιοι χοροί… ομαδικά παιχνίδια της εποχής, της περίφημης «μπουκάλας» συμπεριλαμβανομένης! Αργότερα  δε, και οι πρώτες απόπειρες καταγραφής σκέψεων ,συναισθημάτων ,εμπειριών …καταχωνιασμένων σ’ ένα τετράδιο στην αποθήκη… Όχι δεν ήταν…

Τώρα που καμιά φορά σκέφτεται τα παραπάνω, ούτε καν με νοσταλγία, γιατί η νοσταλγία είναι μια λέξη που πονά…

Τώρα που η λέξη «διακοπές» έφτασε να σημαίνει μερικές φορές μια άλλη καταναγκαστική, ίσως και ενοχική πράξη…

Τώρα που οι διακοπές σημαίνουν  συγκερασμό τόσων πολλών κι ασύντακτων  μεταξύ τους παραγόντων, (τα παιδιά έτσι, η δουλειά σου εκεί, η δουλειά μου εδώ, η μητέρα δε βολεύεται… το… σπίτι(!) μοναχό), και που τελικά καταλήγουν ένα ακόμα καθηκοντολόγιο-μαρτυρολόγιο…

Τώρα που οι διακοπές κουράζουν, και οι φίλοι αναφέρουν παρεμφερείς εμπειρίες , αν είναι φυσικά ειλικρινείς …

Τώρα λοιπόν, ξέρει πως η μαγική λέξη που εκπροσωπούσε τα υπέροχα καλοκαίρια της τότε, ήταν η λέξη «παντού». Το καλοκαίρι ήταν σε όλα όσα από μόνα τους δεν απέδιδαν την απεραντοσύνη του! Θάλασσα, παρέα, χυμοί, τραγούδια, διασκέδαση, ανακάλυψη, διάθεση…

Κι αυτό το «παντού» δεν το ξανάβρε.