Τροχονόμος τ’ ουρανού

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 05.07.17 ]

 

 Πέρυσι τον χειμώνα γνώρισα μια κοπέλα. Από τότε κάθε μέρα την συναντώ στη διαδρομή για το γραφείο. Στην αρχή σημασία δεν έδωσα. Καθένας κι η λόξα του, σκέφτηκα. Κάποια στιγμή ξεπέζεψα τη V-STROM στο πεζοδρόμιο και τη ρώτησα πώς τη λένε. Η Έλσα είναι ένα ασυνήθιστο κορίτσι. Κάθε πρωί ντύνεται μια μαύρη ολόσωμη στολή μοτοσικλετιστή, μπότες και κράνος με φιμέ ζελατίνα. Βγαίνει στη λεωφόρο και περπατά με τις ώρες στο ρείθρο κόντρα στη ροή της κυκλοφορίας, μετρώντας ένα ένα τα χαμένα χιλιόμετρα της σιωπής. Μόλις τα μάτια της εντοπίσουν μια λαίμαργη μηχανή, καρφώνει το βλέμμα της στη μέση του οδηγού. Ανεμίζει τα χέρια της σαν ναυαγός και τα τυλίγει γύρω του. Απεγνωσμένα λες και κάνει σινιάλο σε διερχόμενο ποντοπόρο. Στο μεταξύ οι μηχανές κομμένες ανάσες μουγκρίζουν. Αγέρωχες ασθμαίνουν. Ποντάρουν στην αιωνιότητα δίχως να λοξοδρομούν. Δεν σβήνουν τα παγωμένα φώτα τους. Μα το κορίτσι πάντα εκεί. Να κατευοδώνει τους αναβάτες. Ατύχημα δεν έχει συμβεί τελευταία σ’ αυτόν τον φονικό δρόμο, απ’ όσο ξέρω. Την έχω ακούσει κάμποσες φορές να ψιθυρίζει με βραχνή φωνή «Να προσέχεις καλέ μου, να προσέχεις».

Η Έλσα είναι ο φύλακας άγγελός μου. Ένας τροχονόμος τ’ ουρανού με δερμάτινα γάντια που κατευθύνει την επίγεια αδρεναλίνη.Την ψίχα του χρόνου. Τις μνήμες που τις νύχτες περπατούν στα κεραμίδια. Τις λύπες που μουλιάζουν την ψυχή. Για όσους δεν τους χωρά το σώμα τους. Για όσους ξέρουν πως η ταχύτητα ανήκει σ’ αυτούς που τη χρειάζονται ανάμεσα στα σκέλια τους. Να επεκτείνονται διά βίου. Να κινούνται μοναχοί σαν τ’ αδέσποτα σκυλιά. Κόντρα στον άνεμο να τρέχουν και να τρέχουν -για άγνωστο προορισμό-, ενώ οι άλλοι δίπλα τους έχουν από ώρα σταματήσει. Μέχρι την επόμενη στροφή. Ο ορίζοντας ή ο γκρεμός –δεν ξέρω.