Το παιδί της συγκυρίας

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 26.12.17 ]

Του Χριστού ανήμερα γέννησε η Πανάγια  το σερνικό της. Μόνη κι αβόηθηγη. Για το ξεκομμένο κονάκι στο Κολλιτσί, έξω από το χωριό κάνα δυο χιλιόμετρα, πήρε των ομματιών της, όταν την έπιακαν οι πόνοι.

Την πομπή της την είχε καλά μασκαρέψει καμπόσους μήνους απ’ το χωριό μέσα. Αλλά πόσο να βολέψει το φαρδύ βελέσι τη ντροπή πού ’ρθε και γίνηκε; Σαν πήγε και στρογγύλεψε λοιπόν όσο δεν παίρνει, πήρε τα φτωχά της -δυο μαυροθήλυκα- και ξεκουβαλήθηκε για το ξαμόνι στον κάμπο. Δικιολογία έτοιμη, οι ελιές που ήταν να μαζεφτούν, κι εκεινής ο νοικοκύρης  μακρινός στα ξένα. Πέντε χρόνους καζάντι στην Αμερική, τον έφαε η λάντζα, και χαΐρι δεν έκαμε. Στο γράμμα που της έστειλε στα τελευταία, «Θα ’ρθω μωρή Πανάγια, δε βαστώ άλλο! Κάλλιο φτωχός εφτού, παρά στα ξένα», της ξομολογήθηκε.

Πέντε χρόνους μακριά, δυο ορφανά του θεού στο κατόπι. Γιατί κείνο της κοιλιάς ήταν του διαβόλου. Πώς γένηκε με το καλαϊτζόπουλο φερμένο από ψηλά, πού ’ψαχνε   τύχη στο χωριό της; Μαστορόπουλο αυτό, στου μαστρο-Ντίνη το εργαστήρι, «Από την Ήπειρο είμαι θειά.  Ήρθα να φάω ψωμί στα μέρη σας», και στην ανάγκη πάνω αυτή, του νοίκιασε τον τόπο στο κατώι, πλάι στο στάβλο. Της ανάγκης ήταν και του λόγου της, ψωμί να φάει και να θρέψει κι άλλους, γύρευε κι εδαύτη. Τις κακές τις γλώσσες, μήτε που τις λογάριασε. Βασίστηκε στα χρόνια. Κείνη πατημένα τριάντα, κείνος απάτητα τα είκοσι. Και τα παιδιά της γυροφέρνανε ανα-γύρω.

Πρώτη η Νίκη του Μπέτση, η φαρμακόγλωσση «τι γυρεύει μωρή το σερνικό σε θηλυκά ανάμεσα; της έκρινε στη βρύση και κοντέψανε να πιαστούνε. «Να κοιτάς τα δικά σου θηλυκά που βαρέσανε δίμητο κι απολυτό από την κούνια. Εγώ είμαι μια φτωχιά που κοιτάω να τα κουμαντάρω μοναχιά μου. Μηδέ ο άντρας μου κοντά, δε θα ’χα την ανάγκη να βάλω νοικιαστή στο σπίτι μου. Για,  θα μας θρέψεις ελλόγου σου;»

Το πώς εγένηκε κι επιάστη το παιδί, ο διάβολος το ξέρει. Ήταν όμορφη η Πανάγια, γυναίκα μεστωμένη, με τους ανθούς ωστόσο, απότιστους για χρόνια.  Έφτασε μόνο μια στιγμή, και σποριάστηκε το κακό. Όχι ότι δεν είχε χαμπαριάσει τις ματιές του Γιάννου. Αλλά τις έβλεπε και γελούσε, ίσια που τον λυπότανε κιόλας. «Για τήρα ο καψερός. Κεντέρι για γυναίκα.» Η αλήθεια είναι πως σα γύριζε το μαστορόπουλο, κρανιασμένο απ’ τη δουλειά, και κάθουνταν στο σοφρά να το σερβίρει, εγιόμιζε ο καλός του ανάρραχος τον τόπο όλο. Και τα δικά της τα μικρά, εκρέμονταν από τα χείλη του. «Πες μας μπάρμπα τούτο. Πες μας μπάρμπα το άλλο», δεν εσταμάταγε η γλώσσα τους. Κι αυτή «Παρατάτε το μωρέ το σερνικό, να βάλει μπουκιά στο στόμα». «Άφτες θειά. Εγώ δε βαριέμαι», αποκρινόταν εκείνος γελώντας.

Το σερνικό! Γιατί και κείνη τον θεωρούσε ένα παιδί, όχι άντρα τελεμένο.

Αλλά οι δουλειές δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Κι ο μάστορας είχε πάρει χαμπάρι ότι η καπατσοσύνη του μικρού, όπου να ’ναι  θα καπέλωνε τη δικιά του προκοπή. Και στην αρχή αυτό του άρεσε, γιατί δουλειά να βγαίνει. Αλλά σε λίγο, όλοι θα προτιμούσαν τον μικρό, κι αυτόν θα τον έκαναν στην πάντα. Έτσι είναι. Πρώτα τους μαθαίνεις τα μυστικά. Και μετά, σε καβαλάνε. Και δεν είχε άδικο. Άλλωστε και  ο Γιάννος είχε ήδη βάλλει το μυαλό γι αλλού. Άσε που η κάψα του για θηλυκό, πράγματι δε θα ’βρισκε διέξοδο, στα μάτια της Πανάγιας. Εκείνη γελούσε με δαύτον. Ύστερα,  παντρεμένη γυναίκα. Αμαρτία. Τα χρόνια διόλου δε στέκονταν μπόδιο στη λογική του. Ίσα-ίσα… Μπορεί να του φανερωνόταν και μαστόρισσα!

Ένα βράδυ, γυρνώντας σπίτι, της το ’πε. «Θεια! Εγώ το χω γι αλλού. Δεν τραβάει άλλο με το μάστορα. Λέω να κάνω κατά την Τρίπολη». Ήρθε κι εσείστη ο τόπος κάτω απ’ τα πόδια της. Όσο και να ’ναι, και τα δυο φράγκα που έπαιρνε από δαύτον… Αλλά μέσα της ήξερε πως δεν ήταν μόνο αυτό. Κι αυτή η αλήθεια πετάχτη ξάφνου μπροστά της και τη συγκλόνισε.

«Α! Έτσι…».  Έκανε σεκλετισμένη. Και συνέχιζε να τον τρατάρει αμίλητη.

«Μη στεναχωρεύεσαι μω Πανάγια», είπε αυτός. Για πρώτη φορά τ’ όνομα της.

Τα υπόλοιπα, ήταν ζήτημα λεπτών. Άνοιξε μια πόρτα, κι ο καθένας μπήκε μέσα εκεί που γύρευε.

Και ήντουσαν πολύ ευτυχισμένοι για κάποιες μέρες χωμένος ο ένας στον πόθο και στην ανάγκη του άλλου.

Αλλά ο Γιάννος έφυγε. Ένα πρωί χαράματα, το μόνο βράδυ που δεν του ζέστανε το στρώμα η Πανάγια, γιατί είχε θέρμη το μικρό της το κορίτσι.

Σαν κατέβηκε και δεν τον βρήκε κατάλαβε. Δεν ήταν ώρα αυτή να κινήσει για τη δουλειά. Και τα λιγοστά του τσόλια, έλειπαν κι αυτά.

Κάποιες μέρες μετά, πήρε χαμπάρι το κακό. Αυτός είχε φύγει, αλλά άφησε μέσα της τη ντροπή της.

…………………………………………………………………………………………

Αχάραγο στις ’κοσιπέντε του Χριστουγεννιάτη, η καμπάνα του Αι-Γιώρη καλούσε τους πιστούς στη γέννηση. H φωτιά στο τζάκι, θέρμαινε τα σπίτια, και στη μέση της τάβλας  το χριστόψωμο μοσχοβολούσε. Οι πιο εχούμενοι, βάζαν δίπλα, το μπακλαβά και τις δίπλες. Και οι φτωχοί, λίγους κουραμπιέδες, θα τους είχαν το δίχως άλλο. Και η Πανάγια, σβούριζε στο στρώμα όλη τη νύχτα. Τα θηλυκά, απόδιπλα την πήρανε χαμπάρι, όσο κι αν εβαστιότανε.  Ένα χοντρό χαρτί το «χάρμπορ», χώριζε το δωμάτιο στα δυο. Κι εκείνες αφουγκράζονταν τα βογκητά της μάνας!

«Τι έχεις μάνα;», η μεγάλη η Αγγέλω. Κι απόκοντα η Σπυρούλα.

«Τι έχω που να μην είχα! Τραβάτε στο κρεβάτι σας κι αφήτε με».  Έκανε λιγοψυχισμένα εκείνη. Και σαν τις άκουσε να κλαψουρίζουν στα βουβά τις συμπόνεσε. «Πάψτε ωρέ μαυροθήλυκα. Με κόβει η κοιλιά, θα βγω όξω για λίγο, με πάει ζουμί». Κι ύστερα πιο εμπιστευτικά «Το καλό που σας θέλω μαύρες μου. Αν μ’ ακούσετε και σκούξω, μη σκιαχτείτε. Μηδέ να βγείτε όξω. Θα τελέψω τη δουλειά και θα γυρίσω. Εσείς σβερκωθείτε τώρανες. Δεν παθαίνει τίποτις η μάνα».

Σούρθηκε μέσα στην πρωινή παγωνιά στο Καταχείμωνο. Και η υγρασία ψηλά στα μηρά την ειδοποίησε. Έφτανε το παιδί. «Παναγιά μου!», σταυροκοπήθηκε. «Ήρθε η ώρα». Και πέρασαν από το ζαλισμένο της μυαλό οι δυο τις γέννες. «Χάιντε μωρή», έκανε στον εαυτό της. «Και τη Σπυρούλα μοναχή τη γέννησες, ορθή πλάι στη στια. Μόνο στην Αγγέλω σού ’φερε μαμή ο προκομμένος. Γιατί περίμενε το σερνικό. Άντρες!», κι έφτυσε κάτω . Μπορεί από αναγούλα, μπορεί γιατί ήταν η ώρα να ξεράσει. Τώρα όμως η δουλειά δεν ήταν μπορετό να γίνει δίπλα στη στια. Και μέσα της ήξερε πως τα παιδιά είχανε πάρει χαμπάρι. «Μάνα γιατί ετράνυνε η κοιλιά σου;». «Μάνα γιατί όλο ανακατώνεσαι;». Κι αυτή από μέσα της. «Σα μεγαλώσουτε θα ιδείτε». Και πιο βαθιά «Μη σας αξιώσει». Αλλά έπαιρνε την κατάρα της πίσω. Γιατί ακόμη κι έτσι ο «καρπός της κοιλίας» ήταν το δέσιμο με κάτι που… Αλλά ο νους της εκεί σταματούσε.

………………………………………………………………………………………………………..

Βραχνό ακούστη το κλάμα του νιογέννητου, ανάμεσα στα ματωμένα της σκέλια, στην ελιά αποκάτου, πού ’χε στρώσει κάτι σαΐσματα. Πώς έσκυψε και τ’ αφαλόκοψε, πώς… Όχι δεν έκανε την πράξη πού ’χε βάλλει στο μυαλό της. Μέρες πριν. Μήνες.

Η λειτουργιά είχε μόλις τελέψει, οι χριστιανοί συχωριανοί της θα γύριζαν τώρα στη ζέστα του σπιτιού τους. «Εν Θεώ!», όπως κήρυσσε ο πάπα-Γιώρης. «Εν Θεώ αδελφοί μου!».

Το νιοφερμένο έκλαιγε τώρα δυνατά. Με μια φόρα τέτοια, σα να διεκδικούσε τη ζωή του από παντού. Από την ίδια, από τους χωριανούς του, από τη γη και τον αγέρα. «Σερνικό!». Έκανε η Πανάγια, και μια χαρά αλλόκοτη την πλημμύρισε. Σα να μπορούσε εδαύτο, να ξεπλύνει όλες τις πομπές και τις ντροπές του κόσμου όλου. Κι όπως το τύλιγε με μαλλί ξασμένο κι από πάνου το γομαροτόμαρο, μια παράταιρη χαρά την πλημμύρισε. Σταυροκοπήθηκε.

…………………………………………………………………………………………………….

Το ότι οι μάγοι με τα δώρα ήρθαν κάποιες μέρες αργότερα, μπορεί και   να παίζει κάποια σημασία.  Ίσως, γιατί η φτωχή Πανάγια, το είχε κι αυτό, μάλλον, προβλέψει. Η ανάγκη κάνει πολλές φορές τους φτωχούς, να «κονομάνε» μονάχοι την ζωή και την πορεία τους. Το γεγονός ότι η κυρα-Λένη του Τσαμπρή, σύζυγος φερέλπιδος  πολιτευτή παρακαλώ, ήτανε χρόνια στέρφα και θα μπορούσε να γίνει μάνα του μικρού Χριστόφορου, ήταν κάτι τυχαίο. Ή πάλι  όχι; Πάντως ο χρυσός, ήρθε από κείνη τη μεριά!

Τώρα, τα σμέρνα και το λίβανο, φτωχικά,  αλλά με δύναμη μαγική αυτά, θα τα ’χε πάντα από τη μεριά της μάνας του. Της Πανάγιας.

* Χριστουγεννιάτικο διήγημα(Απόσπασμα από «Το παιδί της συγκυρίας»)

 

Λέξεις

Βελέσι Φούστα φαρδιά πάνω από τα ρούχα, συνήθως φτωχών γυναικών, πολλές φορές φτιαγμένη από μπαλώματα.

Ξαμόνι, κονάκι Τοποθεσίες έξω από το χωριό, πιθανόν και με πολύ πρόχειρα σπίτια, δίπλα σε μαντριά και σε χωράφια, όπου πήγαιναν να μείνουν για να εκτελούν τις αγροτικές δουλειές.

Καζάντι Τύχη δύσκολη, κακή

Καλαϊντζήδες Τεχνήτες επισκευαστές σκευών οικιακών από χαλκό, Συνήθως ερχόντουσαν από Ήπειρο. Τα καλαϊντζόπουλα μάθαιναν την τέχνη δίπλα σε κάποιον άλλο που την κατείχε.

«Βάρεσε δίμητο κι απολυτό» Έκφραση που λέγεται για κοπέλες κυρίως «ανάρμοστης» ηθικής και συμπεριφοράς.

Κεντέρι καϋμός, στενοχώρια

Κρανιασμένος Θεονήστικος

Καλος ανάρραχος Θετική αύρα

Σεκλετισμένη Πολύ στενοχωρημένη

Σβερκωθείτε Κοιμηθείτε

Τσόλια Φτηνιάρικα ρούχα

Χριστουγεννιάτης Ο Δεκέμβρης

Γομαροτόμαρο Προβιά(δέρμα) προβάτου

Σάϊσμα Χοντρά, υφαντά σκεπάσματα.