Το πάθος

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 17.12.17 ]

Το «πάθος» είχε καταχωρηθεί με διπλή σημασία στο παιδικό της μυαλό. Κι αυτό, ενίσχυε το μυστήριο και τη γοητεία του. Η εμπειρία της από όσα άκουγε, κυρίως  από τους γονείς της, «τον κατέστρεψε το πάθος του για το αλκοόλ», έλεγε παραδείγματος χάριν ο πατέρας της για ένα συγγενή τους, ή «εφόσον  χαρτοπαίζει, δε θα ’χει καλό τέλος», για κάποιον άλλον.

Από τα βιβλία βέβαια, άλλες μορφές πάθους, πιο γοητευτικές από τις προηγούμενες για το κοριτσίστικο μυαλό της αναδύονταν. Και ναι! Την παρέσυραν σε ενοχικές ονειροπολήσεις. Γιατί υπήρχε σ’ αυτές τις διηγήσεις κάτι το απαγορευμένο, κάτι το ηθικά μεμπτό, που όμως! ... Που όμως προσέδιδε και τη φλόγα στην ιστορία. Γιατί επρόκειτο ακριβώς γι αυτό. Κάτι που καίει, μπορεί και να ζεστάνει. Αλλά μπορεί και να καταστρέψει. Και αλήθεια, δεν επιθυμούσε, ούτε η ονειροπαρμένη Μποβαρύ του Φλωμπέρ, ούτε η Καρένινα του Τολστόι, να γίνουν τα πρότυπά της. Όμως η σπίθα που έκρυβαν μέσα τους αυτού του είδους οι γυναίκες, όχι ακριβώς για τον έρωτα, αλλά για τη διεκδίκησή του στη ζωή τους, ενάντια πάντα στο κοινωνικό κατεστημένο και καθωσπρεπισμό, την έκαναν να τις κρυφοθαυμάζει.

………………………………………………………………………………………………………

Εκείνο το καλοκαίρι, δεν έλεγε να τελειώσει. Γλυκοσέρνονταν ο Αύγουστος, πάνω από την αλμύρα νωχελικών κορμιών που καθόλου δεν είχαν σκοπό, να μπουν βιαστικά, στην εγρήγορση του Σεπτέμβρη. Και τα υπέροχα σουαρέ, με τα τανγκό, τα φοξ-τροτ για τους μεγάλους και τα χίπυ-χίπυ σέικ για τους μικρούς, έδιναν  κι έπαιρναν στην αυλή του εξοχικού τους.

Ένα από κείνα τα βράδια λοιπόν κατέβηκε βιαστικά από το ταξί, μπροστά στην πόρτα τους η θεία Μελιώ. Απροειδοποίητα! Και το σπουδαιότερο. Χωρίς να συνοδεύεται από το θείο Άρη. Για κείνην, η Μελιώ, ήταν η αγαπημένη της θεία. Πρώτον γιατί ήταν γλυκιά, σαν τ’ όνομά της. Και δεύτερον γιατί ήταν όμορφη. Ήταν πραγματικά όμορφη! Όχι «φτασιδωμένη», σαν που έλεγε και η νόνα της.

Εκείνο όμως τ’ απόγευμα, μήτε που της έδωσε σημασία. Την προσπέρασε, με τη βιασύνη του ανθρώπου, που δε βλέπει μπροστά του, γιατί προφανώς, κάτι άλλο, πολύ πιο σοβαρό, τον απασχολεί. Μόλις που πρόλαβε να δει τα μεγάλα μελιά -κι αυτά!- μάτια της, «στεφανωμένα» αυτή τη φορά -κουβέντα της νόνας κι αυτή πάλι, για να επισημάνει κύκλους αγρύπνιας-, φουσκωμένα από μια πρωτόγνωρη ανησυχία, αλλά... Αλλά κι από κάτι άλλο. Κάτι που έμοιαζε με αυτά που τα βιβλία την είχαν κατατοπίσει να αναγνωρίζει…

Εκείνο λοιπόν το βράδυ, δεν ακολούθησε τα υπόλοιπα παιδιά στα χορευτικά. Γιατί «το πόσο μ’ αρέσει ο τρόπος που μ’ αγαπάς» κάτι της έλεγε πως θα το άκουγε από πρώτο χέρι.

Έστησε λοιπόν τ’ αυτί στην κουβέντα της μάνας της με την αδερφή της. Γιατί η Μελιώ, ήταν η μικρή αδερφή της μαμάς της, το στερνοπούλι, με κάπου δέκα χρόνια διαφορά. Και ήταν επόμενο να προστρέχει  στη μεγάλη, κάθε που έβλεπε τα σκούρα… Πάντα συνέβαινε έτσι, κι ας ήταν να δεχτεί όλη την αυστηρότητα από τη δασκάλα αδερφή, όπως εξάλλου τη δεχόταν και κείνη, το παιδί της. Όμως την ευθυκρισία της μαμάς της, κανείς δεν την αμφισβητούσε.

Άκουσε λοιπόν πολλά. Κι ένοιωθε το πρόσωπό της να φλογίζεται, κάθε που η μια διηγούνταν. Και το φυλλοκάρδι της να καρδιοχτυπά κάθε που η αυστηρότητα της φωνής της άλλης, της μητέρας της, οριοθετούσε το μελοδραματισμό της αδερφής της. Στο τέλος όμως αυτής της σχεδόν δίωρης κουβέντας, τα πάντα συμπυκνώνονταν στον επίλογο που με σπασμένη φωνή άφηναν τα χείλη της θείας της: «Τον αγαπώ! Τον αγαπώ! Τον αγαπώ!»

 Αναρρίγησε.

………………………………………………………………………………………………………

Πολύ αργότερα, το ίδιο βράδυ,  ακριβώς στο ίδιο σημείο που είχε ακούσει την εξομολόγηση της Μελιώς στη μητέρα της, αφουγκραζόταν την ξαγρύπνια των δικών της! Οι επισκέπτες είχαν φύγει νωρίς, για πρώτη φορά η μητέρα της προφασίστηκε πονόδοντο, και φυσικά έγινε αμέσως πιστευτή. Η κακοκεφιά της, ήταν χειρότερη από τον χειρότερο πονόδοντο.

«Το παλιοθήλυκο!» έλεγε όλο φούρκα στον πατέρα της. «Να πάει να μπλέξει πάλι με τον μπερμπάντη! Αυτόν που την κορόιδεψε! Αυτόν που παραλίγο να την στείλει στον τάφο! Τι στα κομμάτια γυρεύει πάλι ν’ ανοίξει ιατρείο εδώ; Χώρισε τη γυναίκα του και μας ξανακουβαλήθηκε. Τον  καημένο τον Άρη σκέφτομαι. Που είναι  χαλί να τον πατήσει.

Κι ο πατέρας της που φαινόταν να μην τα έχει πάρει όλ’ αυτά στα σοβαρά «Έτσι είσαστε εσείς οι γυναίκες. Τα χαλιά τελικά τα πατάτε!»

«Κόψε την πλάκα. Το πράγμα είναι σοβαρό. Περισσότερο από ό, τι περίμενα. Περιμένει παιδί».

Στο σημείο αυτό, ακολούθησε ένας τέτοιος θόρυβος που πάρα λίγο να εγκαταλείψει κι αυτή την κρυψώνα της.  Ήταν εμφανές, πως κι ο μέχρι στιγμής ήρεμος πατέρας της, είχε τιναχτεί από το κρεβάτι του. Το πράγμα σοβάρευε. Κι αυτό το αντιλήφθηκε περισσότερο, από τον αυστηρό τόνο της φωνής του.

«Να πάρει το θάρρος, και να το πει στον άντρα της. Δεν της φταίει σε τίποτε. Κι ας αποφασίσουν τι θα κάνουν. Είναι ανήθικο να του κρύβει κάτι τέτοιο…»

Και αμέσως μετά, τη σταθερότητα της φωνής του πατέρα της, την ακολούθησαν τα κλάματα της μητέρας της.

Όσο για την ίδια,  ήταν πολύ μικρή για να το σκεφτεί, αλλά το σκέφτηκε: «Αυτή η τακτική του κλάματος,  στα σκούρα πιάνει». Και η μάνα της, μια και επρόκειτο για την ίδια της την αδερφή, τα είχε δει τα σκούρα.

…………………………………………………………………………………………………..

Η θεία Μελιώ, είχε παντρευτεί, μόλις στα είκοσι το θείο Άρη. Την περνούσε δεκαπέντε χρόνια. Η μαμά της έλεγε, ότι η μικρή της αδερφή, κανένα κέφι δεν είχε για γράμματα. Κι όσο την πρόσεχε η ίδια, κάτι γινόταν. Όταν όμως αυτή πέρασε στην Ακαδημία και αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα, τότε και η μόρφωση της μικρής, πήρε την κάτω βόλτα. Ο πατέρας τους είχε πεθάνει, η μάνα τους αρκετά μεγάλη πια. Και η Μελιώ ζούσε την ομορφιά των υπέρλαμπρων νιάτων της. Ζούσε! Όσο δηλαδή, μπορεί να τα ζήσει κάποιος σ’ ένα ασφυκτικό επαρχιώτικο περιβάλλον. Και εκείνα μάλιστα τα χρόνια. Όταν ήρθε ο νεαρός αγροτικός γιατρός στο χωριό, ένα ομορφόπαιδο από την Αθήνα, η Μελιώ, δεν ήταν η μόνη που ξετρελάθηκε μαζί του. Κι αυτός βέβαια, με τη σειρά του, μια προτεραιότητα της την έδωσε. Ανάμεσα στα δεκάξι με δεκαοχτώ, το κορίτσι έζησε ό,τι ομορφότερο θα μπορούσε να ονειρευτεί για τον έρωτα.

Όταν ο γιατρός την «έκανε» απροειδοποίητα για την Αθήνα, η Μελιώ, έπεσε «στα μαύρα πανιά». Είδε κι έπαθε η μεγάλη αδερφή να τη συνεφέρει. Κι ακόμη χειρότερα να την πείσει να μην τον ακολουθήσει στην Αθήνα. Κάποιον που οι φήμες ήδη έλεγαν πως οι αρραβώνες του με την κόρη του καθηγητή του ήταν πλέον γεγονός. Και όχι οι φήμες μόνο. Αλλά και τα «ρομάντζα», και τα «ντομινό» της εποχής. Τα περιοδικά δηλαδή,  που διαμόρφωναν κοριτσίστικα μυαλά, σαν της Μελιώς τότε.  Έτσι, ήρθε και η πρώτη «απόπειρα». Που πάλι έμελλε στην άλλη, τη μυαλωμένη αδελφή, να την διαχειριστεί. Και να «βάλει μυαλό» στο ερωτοχτυπημένο κορίτσι.

…………………………………………………………………………………………………………

Αυτά, τα «πάθη» της όμορφης θείας, έδιναν κι έπαιρναν στις συζητήσεις με τις φιλενάδες τα καλοκαίρια κυρίως. Εκεί που η λυγεράδα της κορμοστασιάς της γυναίκας, το κυματιστό της  γέλιο, το σχεδόν φυσικό ανέμισμα της πλούσιας καστανής της κόμης, η θαλπωρή που ανέδιδε κάθε της κίνηση, ομόρφαινε τις μέρες τους και τις έκανε να ονειροπολούν. Και να ’ταν μόνο αυτά. Το σικ ντύσιμό της, που ξεπηδούσε λες από τις σελίδες των περιοδικών που αυτές εντρυφούσαν μετά μανίας, τα χτενίσματά της, που θύμιζαν Ιταλίδα ντίβα της τσινετσιτά!

Αλλά και οι ιστορίες για τις κατακτήσεις της. Άλλοτε αληθινές, κι άλλοτε του μυαλού τους.

Ναι, γιατί η Μελιώ ,είχε παντρευτεί τον θείο Άρη. Που όχι μόνο ήταν πρωτευουσιάνος, αλλά αμερικάνος παρακαλώ, και πολύφερνος,  από αυτούς που γυρνούν πίσω,  για να στεφανωθούν αγνό κορίτσι της πατρίδας.

Ούτε ο γάμος άργησε να γίνει, ούτε και η Μελιώ να συναινέσει.

«Καζάντησα από έρωτα», συνήθιζε να λέει. «Καιρός τώρα για τη μεγάλη ζωή».

Που «μεγάλη» δεν ήταν βέβαια, ούτε όμως και μικρή.

Ο θείος Άρης είκοσι χρόνια μεγαλύτερος, την είχε κάνει τη ζωή του στην Αμερική. Ομορφάντρα δεν θα τον έλεγε κάποιος, είχε όμως τον αέρα του ανθρώπου, που έχει ζήσει τη ζωή «από μέσα», χωρίς οι δυσκολίες να τον πάρουν όπως λέμε «από κάτω». Και αυτή ακριβώς η σιγουριά που ανέδιδε έπεισε και τη Μελιώ. Περισσότερο κι από τα λεφτά του. Αυτός,  την ερωτεύθηκε τρελά. Αυτή, περνούσε ξένοιαστα μαζί του.

Τα καλοκαίρια σαν τους επισκέπτονταν, η μικρή ανιψιά, καθόταν και τους χάζευε από μακριά. Τους μελετούσε! Τη λατρεία στα μάτια του, την επιτήδευση στις κινήσεις της κάθε που αντιλαμβανόταν αυτή του τη λατρεία. Πράγμα φυσικά, που αύξανε ακόμη πιο πολύ τη δική του.  Έμοιαζε ένα παιχνίδι περίεργο, ας ήταν, ή όχι προσχεδιασμένο. Οι γυναίκες έλεγαν με μια κρυφή ζήλια: «Τι τυχερή η Μελιώ!», και οι άντρες,-λιγότερο συχνά όμως αυτοί: «Ρε τον μπάρμπα, ήρθε από Αμερική και έπιασε λαχείο!»

……………………………………………………………………………………………………………

Στα μπασίματα του Σεπτέμβρη, με τα πρώτα μελτέμια και τις ετοιμασίες για αναχώρηση από την εξοχή, πολλά πράγματα δε βρήκαν το δρόμο τους. Ή μάλλον βρήκαν εκείνο που ήταν προορισμένο «εκ των πραγμάτων» να βρουν. Η φράση αυτή, «εκ των πραγμάτων», έχει τη δική της σοφία. Που το κορίτσι,  τη συνειδητοποίησε πολύ αργότερα.

Η θεία Μελιώ, μίλησε στον έρωτά της για «τον καρπό της κοιλίας».

Και στο σύζυγό της, είχε το θάρρος να του πει όλη την αλήθεια.

Ο έρωτάς της, για μια ακόμη φορά, την απαρνήθηκε. Κι αυτή τη φορά μάλιστα, εις διπλούν.

…………………………………………………………………………………………………………..

Ο θείος Άρης,  τους επισκέφθηκε ένα βράδυ, λίγο πριν φύγουν, αυτή με τους γονείς της για Αθήνα.  Μαζί με τη Μελιώ βέβαια, που η κοιλίτσα της είχε φουσκώσει αρκετά.

Ο πατέρας της ήταν αμήχανος. Πού και πού ξερόβηχε, προσπαθώντας να διώξει την ίδια του την αμηχανία.

Η μητέρα της ήταν σιωπηλή και πολύ σοβαρή. Με το βλέμμα της να αποφεύγει εκείνο της αδερφής της. Αλλά κυρίως του θείου Άρη. Λες και κάπου έφταιγε αυτή για όλα.

Η θεία Μελιώ, όλως παραδόξως για την κοκεταρία που την χαρακτήριζε, τα είχε πάρει τα κιλάκια της. Είχε όμως μια ηρεμία στο βλέμμα της. Και μια αποφασιστικότητα. Πότε–πότε και ασυναίσθητα, χάιδευε την κοιλιά της. Όπως κάνουν άλλωστε οι περισσότερες έγκυες.

Κι ο θείος Άρης…

Ακριβώς τότε, κοιτώντας τον,  κατάλαβε κι αυτή, το «πάθος».  Ή μάλλον την ερμηνεία που την ανακούφιζε κάπως να του δώσει. Κοιτούσε λοιπόν, πάντα τη Μελιώ, σαν να ήταν το θαύμα του κόσμου. Τις κινήσεις του πληθωρικού  πλέον της κορμιού, των μαλλιών της καθώς ένα απρόσμενο αγεράκι της τα ’φερνε στο πρόσωπο… Των ομορφοφτιαγμένων, ζουμερών χειλιών της, κάθε που άνοιγαν σε λόγο, ή σε χαμόγελο… Και των «στεφανωμένων» της ματιών, κυρίως όταν «έφευγαν» γι αλλού!