Το ματωμένο θέρος του 1882

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 16.12.17 ]

23 Μαρτίου 1914. Η άνοιξη έχει αρχίσει να ανθίζει στους κήπους της Αθήνας. Στο καφενείο του Ζαχαράτου, στο Σύνταγμα, οι θαμώνες απολαμβάνουν τον καλό καιρό με ελληνικό καφέ και την ανάγνωση των εφημερίδων στο γνωστό καλαμένιο πλαίσιο. Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Εμπρός» ο αναγνώστης βλέπει τη φωτογραφία από την «υποδοχή του σερ Έδουαρδ Κάρσον, ενός εκ των αρχηγών του κινήματος του Ώλστερ εις Μπελφάστ…»[1], αλλά και δύο ειδήσεις εκ πρώτης όψεως άσχετες μεταξύ τους: αριστερά «Η ανάκτησις της Κορυτσάς» υπό των στρατιωτικών τμημάτων της «αυτονόμου πολιτείας της Βορείου Ηπείρου, επιτελεσθείσα κατόπιν δωδεκαώρου συμπλοκής προς την Αλβανικήν χωροφυλακήν…»[2] και δεξιά η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Καραπάνου και η αναγγελία του θανάτου του: «Κωνστ. Καραπάνος, ο αποθανών χθες πρώην υπουργός, βουλευτής και πρόεδρος της φιλεκπαιδευτικής εταιρείας»[3]. Στις εσωτερικές σελίδες της ίδιας εφημερίδας διαβάζουμε ότι ο εξ Ηπείρου έλκων το γένος –με ρίζες από την Αιτωλοακαρνανία- Κ. Καραπάνος πέθανε από «χρονίαν νόσον» στα 74 χρόνια του. Διαβάζουμε, επίσης, ότι «Συμφώνως με την τελευταίαν επιθυμίαν του θανόντος, στέφανοι δεν θα κατατεθώσιν, αλλά το αντίτιμον αυτών θα διατεθή υπέρ του Ηπειρωτικού αγώνος»[4]. Να, λοιπόν, η πρώτη σχέση των δύο ειδήσεων. Αλλά υπάρχει και δεύτερη, πιο ισχυρή συνάφεια: «Η κηδεία του θα γίνει μεθαύριον(σ.σ. Δευτέρα), όπως προφθάσωσι και έλθωσιν οι ειδοποιηθέντες υιοί του, εκ των οποίων ο εις (ευρίσκετο) εν Ηπείρω, μέλος της Κυβερνήσεως της Αυτονόμου Ηπείρου, ο δε έτερος ταξιδεύει(ταξίδευε) μεταβαίνων εις Παρισίους»[5]

Παρά την είδηση του θανάτου, η ζωή της πόλης των Αθηνών δεν διαταράχθηκε στο παραμικρό. Αναγγέλλεται, μάλιστα, πως θα λάβει κανονικά χώρα «αύριον η τακτική δεξίωσης παρά τη κομήσση Ροιανκούρ». Όμως, το ενδιαφέρον της ημέρας εστιαζόταν στη συνεδρίαση της Βουλής για το νομοσχέδιο περί δασμολογίου και του νομοσχεδίου περί διοικήσεως της εκπαιδεύσεως. Πλήθος κόσμου εκτός και εντός του Κοινοβουλίου ανέμενε την  έναρξη της συνεδρίασης. Αίφνης, περί τις τέσσερις και μισή εισέρχεται στην αίθουσα συνεδριάσεων ιδιαίτερα εύχαρις ο πρωθυπουργός με τους περισσότερους υπουργούς του. Όλοι προσπαθούν να λύσουν το αίνιγμα της χαράς του πρωθυπουργού αλλά και του γεγονότος ότι οι περισσότεροι των υπουργών φορούν καινούργιο κοστούμι! Η απάντηση θα δοθεί με την έλευση του βουλευτή κ. Ξηρού, που δέχεται αμέσως τα θερμά συγχαρητήρια του προέδρου της κυβέρνησης, των υπουργών και των βουλευτών. Ο βουλευτής ήταν ο νικητής στη «χθεσινή μονομαχία βουλευτού και λοχαγού» και η συντεχνία των πολιτικών έχαιρε για τη νίκη ενός δικού της επ’ ενός στρατιωτικού. Για την ακρίβεια «Χθες την 10 π.μ. εις την εν Σεπολίοις έπαυλιν του λοχαγού του μηχανικού κ. Σούτσου, έλαβε χώραν αιματηρά μονομαχία δια πιστολίου μεταξύ του λοχαγού του πεζικού κ. Μπαρτζώκα και του βουλευτού Φθιώτιδος κ. Νικ. Ξηρού δια το γνωστόν, περί ου εγράψαμεν, επεισόδιον μεταξύ των εντός του τραμ, προκληθέν εκ συζητήσεως δια το ζήτημα των στρατιωτικών προβιβασμών. Οι υπό του κ. Μπαρτζώκα αποσταλέντες προς τον κ. Ξηρόν μάρτυρες κ.κ. Αποστόλου, ταγματάρχης και Λουκάς, λοχαγός, κατά την τελευταίαν συνάντησίν των εν τη Στρατιωτική Λέσχη μετά των του κ. Ξηρού μαρτύρων κ.κ. Νεγρεπόντη και Γόντικα, βουλευτών, μη δυνηθέντες να συμβιβάσωσι τα πράγματα, ως εκ της τραχύτητος του επεισοδίου, κατέληξαν στην απόφασιν περί μονομαχίας, συντάξαντες πρωτόκολλον, δι’ ου εκανονίζετο ν’ ανταλλαγώσιν δύο βολαί εξ αποστάσεως 25 βημάτων… Μετά την ανταλλαγήν της πρώτης βολής η σφαίρα του βουλευτού κ. Ξηρού εύρε τον αντίπαλόν του λοχαγόν κ. Μπαρτζώκα εις τον μηρόν και ενεσφηνώθη στα μαλακά μόρια… Το τραύμα ουδεμία παρέχει ανησυχίαν…»[6].

Ο βουλευτής κ. Ξηρός συνεχίζει να δέχεται τα ενθουσιώδη συγχαρητήρια των συναδέλφων του και να τους πληροφορεί για τις λεπτομέρειες της μονομαχίας, όταν ακούγεται το κουδούνι του προεδρείου της Βουλής. Ο πρόεδρος κ. Ζαβιτσιάνος αντί άλλης ανακοίνωσης, αναγγέλλει τον θάνατο του Κ. Καραπάνου και προτείνει ώστε σύμπασα η Βουλή να στέρξει ώστε να λυθεί η συνεδρίαση σε ένδειξη πένθους[7]

Οι υπουργοί με επικεφαλής τον πρωθυπουργό βγήκαν πρώτοι από το Κοινοβούλιο και ακολούθησαν οι βουλευτές, κατευθυνόμενοι όλοι πεζή προς την κατοικία του θανόντα. Κάποιοι κοντοστάθηκαν έξω από το εργοτάξιο της επέκτασης του κτηρίου της οικογένειας Βούρου που θα στέγαζε τον κινηματογράφο Αττικόν, σχολιάζοντας τη χρήση για πρώτη φορά οπλισμένου σκυροδέματος[8] από τον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Νικολούδη. Έξω από το σπίτι του Καραπάνου μετά την πλατεία Κλαυθμώνος είχε ήδη συγκεντρωθεί αρκετός κόσμος[9]. Ήταν η πρώτη φορά που το σπίτι αυτό κέντριζε την προσοχή των Αθηναίων καθώς όλοι ενδιαφέρονταν κυρίως για την ένοικο του διπλανού σπιτιού, της γνωστής  για τους σκανδαλώδεις και περιπετειώδεις έρωτές της λαίδης Λω. Η Λω –από το όνομα του δεύτερου συζύγου της υπουργού οικονομικών της Αγγλίας και Αντιβασιλέα των Ινδιών, Εδουάρδου Λω- ήταν φίλη και ομοτράπεζη του βασιλιά Κωνσταντίνου και σαφώς αντιβενιζελική. Πριν τρεις ημέρες[10], μάλιστα, είχε στείλει επιστολή στον πρωθυπουργό, ζητώντας του εμμέσως συγνώμη γιατί τον απείλησε δημοσίως λέγοντάς του «θέλω να σας πνίξω», εξαιτίας των «αντιμερκουρικών αισθημάτων» του Βενιζέλου! Παρόλα αυτά, ενώ η Λω ομολογεί στην επιστολή της ότι «η λογική και οι γυναίκες δεν σχετίζονται πάντοτε πολύ», επιπλήττει ξανά τον Βενιζέλο, συγκαταλεγόντάς τον στους «φαυλοκράτες»!  Πάντως, ο Σπύρος Μερκούρης, ο φίλος της λαίδης έχασε τη δημαρχία της Αθήνας που κατείχε από το 1899. Οι αντιπαραθέσεις αυτές δεν είναι παρά τα προμηνύματα της μεγάλης σύγκρουσης Βενιζέλου-βασιλιά και του εθνικού διχασμού. Ο επερχόμενος Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος χρειάζεται τη νομιμοποίησή του και τους αντιπάλους του, χρειάζεται την προετοιμασία χιλιάδων ανθρώπων για να γίνουν τροφή στα κανόνια. Για την Ελλάδα ήταν η κορύφωση και ο θάνατος της μεγάλης ιδέας, αλλά και για τη λαίδη Λω ήταν η απώλεια του αδερφού της Γ. Χατζηανέστη, αρχηγού της στρατιάς της Μικράς Ασίας, ο οποίος θα δικαστεί στη «δίκη των έξι» και θα εκτελεστεί.          

Στο εσωτερικό του μεγάρου Καραπάνου, εν τω μεταξύ, και έξω από το σφραγισμένο γραφείο του νεκρού Κωνσταντίνου Καραπάνου είχαν συγκεντρωθεί οι συγγενείς, πλην των δύο γιων του, Αλέξανδρου και Πύρρου, οι οποίοι, όπως είδαμε, συμμετείχαν στην προσωρινή κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου στην οποία πρόεδρος ήταν ο θείος τους Γεώργιος Χρηστάκης  Ζωγράφος, αδερφός της μητέρας τους, Μαρίας, η οποία είχε πεθάνει στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1901. Στο μέγαρο της Σταδίου ήταν και οι δύο κόρες του εκλιπόντα, η Ελένη Ι. Καποδίστρια και η Ζωή Θ. Μοριζάνη, καθώς και οι δύο νύφες του, η Καλλιόπη Π. Καραπάνου, και η Μαρία Α. Καραπάνου, καθώς και οι δύο γαμπροί του Γεώργιος Καποδίστριας και Θεόδωρος Μοριζάνης. Όλους τους απασχολούσε ο ορισμός της ημέρας της κηδείας, ώστε να μπορέσουν να έλθουν ο Αλέξανδρος και ο Πύρρος από την Ήπειρο. Τελικά αποφάσισαν να γίνει τη Δευτέρα.

Παρόλα αυτά οι συζητήσεις συνεχίζονταν και αφορούσαν στο ανακριβές ρεπορτάζ της εφημερίδας «Σκριπ» (23/3/1914), όπου αναφερόταν πως ο Κ. Καραπάνος «…ο αρχαίος πολιτευτής Άρτης και κατ’ επανάληψη χρηματίσας υπουργός… κατέλειπον δύο τέκνα, τον κ. Πύρρον Καραπάνον, υπουργόν επί των Εξωτερικών της Αυτονόμου Ηπειρωτικής Πολιτείας, όστις έμαθε την θλιβεράν είδησιν εν πλω, μεταβαίνων εις Παρισίους δι’ εθνικούς σκοπούς, και την κυρίαν Μοριζάνη(σ.σ.  προφανές λάθος καθώς τα παιδιά του Καραπάνου είναι τέσσερα. Τα άλλα δύο είναι ο Αλέξανδρος και η Ελένη)». «[…] Ο μεταστάς πολιτευτής, -συνεχίζει η συντηρητική εφημερίδα-, υπήρξεν εξέχουσα πολιτική και οικονομολογική φυσιογνωμία, αφήκε δε εποχήν η παρ’ αυτού προαγγελθείσα μέλλουσα χρεοκοπία του κράτους, ότε πρωθυπούργευεν ο αείμνηστος Τρικούπης. Ευδοκιμήσας εν Κωνσταντινουπόλει ως τραπεζίτης ενεκατέστη ενταύθα και αντιπροσώπευσεν επί μακρά έτη εν τη Βουλή την ιδιαιτέραν του πατρίδα Ήπειρον. Ιδιαιτέρως διεκρίθη δια τας αρχαιολογικάς του ερεύνας και τας ιδίαις δαπάναις ανασκαφάς εν Δωδώνη… Το Αρσάκειον εν τω προσώπω του Κ. Καραπάνου εγνώρισεν επί μακρά έτη τον πολύτιμον Πρόεδρον και προστάτην, καθώς και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Αφήνει περιουσίαν υπερβαίνουσα τα 40 εκατομμύρια και την παραγγελίαν να μη κατατεθώσι στέφανοι εις την σορόν του, αλλά το αντίτιμον να καταβληθή υπέρ του Ηπειρωτικού Αγώνος. Αφίνει δε διαθήκην, ης το περιεχόμενον δεν εγνώσθη. Το ιδιαίτερον γραφείον του μεταστάντος εσφραγίσθη»[11].

Το δημοσίευμα ήταν κολακευτικότατο για τον Καρπάνο, αλλά οι συγγενείς ανησυχούσαν για την αμφισβήτηση της συγγένειάς τους, καθώς το ηθικό και υλικό διακύβευμα ήταν ιδιαίτερα μεγάλο.

Πέραν του πρωθυπουργού και του προέδρου της Βουλής κανείς άλλος πολιτικός δεν μπήκε στο μέγαρο για να συλλυπηθεί τους συγγενείς, καθώς οι υπουργοί και οι βουλευτές προτίμησαν να σκορπιστούν στα γύρω καφενεία. Κάποιοι επέστρεψαν στου Ζαχαράτου για να λάβουν τον πολιτικό και κοινωνικό σφυγμό της ημέρας μέσω των εφημερίδων και κυρίως μέσω των συζητήσεων. Εκεί έμαθαν ότι στην Κέρκυρα ο Κ. Θεοτόκης εξέδωσε το μυθιστόρημα «Η τιμή και το χρήμα», ενώ στην Καβάλα, στη Δράμα και στη Θεσσαλονίκη οι καπνεργάτες ξεσηκώθηκαν υπό την καθοδήγηση της «Φεντερασιόν» και του Μπεναρόγια. Κάποιοι, πάντως, μιλούσαν και για τον Καραπάνο, σχολιάζοντας το γεγονός ότι ξεκίνησε να πολιτεύεται με τον Κουμουνδούρο, συνέχισε με τον Χ. Τρικούπη, μεταπήδησε στον Θ. Δηληγιάννη, ώσπου, τελικά, έκανε δικό του κόμμα! Ένας, μάλιστα, τον θεώρησε υπεύθυνο για την ελληνική χρεοκοπία αλλά και για τον φόνο αγροτών, τον Αύγουστο του 1882, στα τσιφλίκια του στην Άρτα...

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 



[1] Εμπρός, 23/3/1914

[2] Στο ίδιο

[3] Στο ίδιο

[4] Αναφέρεται στο «κηδειόσιμο» που δημοσιεύθηκε σε όλες τις εφημερίδες

[5] Εμπρός, 23/3/1914

[6] Εφημερίδα Εμπρός, στο φύλλο της 23ης Μαρτίου 1914

[7] Από τη δημοσίευση της αναγγελίας της κηδείας μαθαίνουμε ότι αυτή θα γίνει «σήμερον Δευτέραν και ώραν 4μμ εκ της εν τη οδώ Σταδίου 31 κατοικίας του (σ.σ. θανόντος) εις τον ναόν του Αγίου Γεωργίου(Καρύτσης). Εν Αθήναις 24 Μαρτίου 1914» 

[8] Το αρχικό κτίσμα οικοδομήθηκε την περίοδο 1870-1881 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ (1837-1923) σε νεοκλασικό ρυθμό. Την περίοδο 1914-1920 πραγματοποιήθηκε μία σημαντική επέμβαση, σε σχέδιοτου αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη (1874-1944) και σε ρυθμό Νεομπαρόκ, όπου καταγράφεται και μία από τις πρώτες χρήσεις οπλισμένουσκυροδέματος, για να στεγάσει το κτίριο τον κινηματογράφο «ΑΤΤΙΚΟΝ». Το 1982 δημιουργείται

η δεύτερη κινηματογραφική αίθουσα «Απόλλων».

[9] Το μέγαρο Καραπάνου ήταν στη Σταδίου 29( ή 31) δίπλα από το υπουργείο Εσωτερικών. Ενώ δίπλα, Σταδίου 31(33), ήταν το σπίτι της περίφημης Λαίδης Λω. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σπίτι του Καραπάνου ανήκε πριν στον Γεώργιο Σκουζέ πεθερό του Γεωργίου Παχύ, και δεν ήταν παρά το περίφημο μέγαρο Δημ. Φωτήλα που είχε σχεδιάσει ο Γάλλος αρχιτέκτονας Γκαρνιέ.

[10] 20 Μαρτίου 1914

[11] Ενδιαφέρον για τους εξ αίματος και εξ αγχιστείας συγγενείς έχει και η αναφορά στα «αδέρφια»: Ιωάννης Καραπάνος, Αγγελική Σκέφερη, Ευφροσύνη Ι. Καραπάνου, Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος, Θεανώ Ι. Δεληγεώργη, Σοφία Α. Ρώμα, Λεων. Δεληγεώργης, Αλέξανδρος Σ. Ρώμας. Στους εγγονούς αναφέρονται ο Δημήτριος Α. Καραπάνος, Χρηστίνα Α. Καραπάνου, Λέλα Τ. Τυπάλδου Φορέστη και άλλοι.