Τ. Αντόρνο: Πως η φασιστική προπαγάνδα δημιουργεί φονικές μηχανές

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 11.05.20 ]

Το κείμενο βρίσκεται στο βιβλίο: Theodor Adorno, The Stars Down to Earth, εκδ. Routledge, σελ. 218-231. Είναι γραμμένο στα αγγλικά και ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι: Anti-semitism and Fascist Propaganda.

Η φασιστική προπαγάνδα …Έχει στόχο να κερδίσει τους ανθρώπους μέσω της εκμετάλλευσης των ασυνείδητων μηχανισμών τους παρά μέσω της παράθεσης ιδεών και επιχειρημάτων. Η ρητορική τεχνική των φασιστών δημαγωγών δεν έχει μόνο μια διορατικά παράλογη, ψευτοσυναισθηματική φύση· πολύ περισσότερο, τα πολιτικά προγράμματα με θετικό περιεχόμενο, τα αιτήματα, πόσο μάλλον οι συγκεκριμένες πολιτικές ιδέες, δεν παίζουν παρά έναν δευτερεύοντα ρόλο σε σύγκριση με τα ψυχολογικά ερεθίσματα που απευθύνονται στο κοινό. Από αυτά τα ερεθίσματα και από άλλες πληροφορίες, παρά από ασαφείς και συγκεχυμένες [ιδεολογικές] πλατφόρμες, μπορούμε σε κάθε περίπτωση να ταυτοποιήσουμε αυτές τις ομιλίες ως φασιστικές.

Ας εξετάσουμε τρία χαρακτηριστικά της κατά κύριο λόγο ψυχολογικής προσέγγισης της σύγχρονης φασιστικής προπαγάνδας:

(1) Αυτή είναι προσωποποιημένη προπαγάνδα, ουσιαστικά μη-αντικειμενική. Οι αγκιτάτορες ξοδεύουν μεγάλο μέρος του χρόνου τους μιλώντας είτε για τον εαυτό τους είτε για το κοινό τους. Αυτοπαρουσιάζονται ως μοναχικοί λύκοι, ως υγιείς, συνετοί πολίτες με ρωμαλέα ένστικτα, ως ανιδιοτελείς και ακάματοι· διαρρέουν ασταμάτητα πραγματικές ή φανταστικές προσωπικές λεπτομέρειες από τη ζωή τους ή τη ζωή των οικογενειών τους. Επιπλέον, φαίνονται να διαθέτουν ένα ζεστό ανθρώπινο ενδιαφέρον για τις μικρές καθημερινές ανησυχίες των ακροατών τους, τους οποίους περιγράφουν ως φτωχούς πλην τίμιους, προικισμένους με κοινή λογική πλην μη-διανοούμενους, γηγενείς χριστιανούς. Ταυτίζονται με τους ακροατές τους και δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι είναι συγχρόνως σεμνοί και ηγέτες μεγάλου βεληνεκούς. Αναφέρονται συχνά στον εαυτό τους ως απλό αγγελιοφόρο του άνδρα που πρόκειται να έρθει – ένα τέχνασμα ήδη γνωστό στους λόγους του Χίτλερ. Αυτή η τεχνική πιθανώς συνδέεται στενά με την υποκατάσταση του συλλογικού εγώ με πατριαρχικές παραστάσεις. Άλλο ένα αγαπημένο σχήμα προσωποποίησης είναι να προσκολλώνται σε ασήμαντες οικονομικές ανάγκες και να ζητιανεύουν μικρά χρηματικά ποσά. Οι αγκιτάτορες απαρνιούνται κάθε πρόσχημα ανωτερότητας, υπονοώντας ότι ο ερχόμενος ηγέτης είναι κάποιος εξίσου αδύναμος όσο και τα αδέρφια του, αλλά τολμά να ομολογήσει την αδυναμία του χωρίς αναστολές και κατά συνέπεια πρόκειται να μεταμορφωθεί στον ισχυρό άνδρα.

(2) Όλοι αυτοί οι δημαγωγοί υποκαθιστούν τα μέσα με τους σκοπούς. Φλυαρούν για “αυτό το μεγαλειώδες κίνημα”, για την οργάνωσή τους, για τη γενική αναγέννηση που ελπίζουν να προκαλέσουν, αλλά πολύ σπάνια λένε κάτι για τα εξής: τι υποτίθεται ότι θα επιφέρει ένα τέτοιο κίνημα, τι είναι ικανή να κάνει η οργάνωση, ή, τι σκοπεύει θετικά να κατορθώσει η μυστηριώδης αναγέννηση;…

Η εξύμνηση της δράσης, του γεγονότος ότι κάτι συμβαίνει, εξαλείφει και αντικαθιστά συγχρόνως τον σκοπό του αποκαλούμενου κινήματος. Ο σκοπός είναι “ότι θα μπορούσαμε να δείξουμε στον κόσμο πως υπάρχουν πατριώτες, θεοσεβούμενοι χριστιανοί, άνδρες και γυναίκες, που είναι ακόμη πρόθυμοι να δώσουν τη ζωή τους στην υπόθεση του Θεού, της οικογένειας και της πατρίδας”.

(3) Εφόσον ολόκληρο το βάρος αυτής της προπαγάνδας πέφτει στην προαγωγή των μέσων, η προπαγάνδα καθ' εαυτή γίνεται το ύψιστο περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, η προπαγάνδα λειτουργεί ως ένα είδος εκπλήρωσης επιθυμίας. Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα πρότυπά της. Οι άνθρωποι λαμβάνουν “το προνόμιο της εισόδου”, έχουν, υποτίθεται, εσωτερική πληροφόρηση, είναι κάτοχοι των μυστικών, της αλήθειας, θεωρούνται έμπιστοι, αντιμετωπίζονται ως οι εκλεκτοί που δικαιούται να μάθει τα συγκλονιστικά μυστικά, τα οποία αποκρύπτονται από τους παρείσακτους. Η επιθυμία για χαφιεδισμό ενθαρρύνεται και ικανοποιείται. Σκάνδαλα, κατά βάση φανταστικά, ειδικά με σεξουαλικές ακρότητες και ακολασίες, λέγονται συνεχώς· η αγανάκτηση απέναντι στη χυδαιότητα και τη βαναυσότητα δεν είναι παρά μια πολύ λεπτή, σκόπιμα διάφανη εκλογίκευση της ηδονής που προσφέρουν αυτές οι ιστορίες στον ακροατή. Περιστασιακά συμβαίνει μια παραδρομή της γλώσσας μέσω της οποίας η καπηλεία των σκανδάλων μπορεί εύκολα να ταυτοποιηθεί ως ένας σκοπός καθ' εαυτόν…

 Μέχρι ενός σημείου, όλα αυτά τα πρότυπα μπορούν να εξηγηθούν ορθολογικά. Πολύ λίγοι αμερικανοί αγκιτάτορες (σ.σ. γράφει ο Αντόρνο), θα τολμούσαν ανοικτά να διακηρύξουν φασιστικούς και αντιδημοκρατικούς στόχους. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, η δημοκρατική ιδεολογία έχει αναπτύξει ορισμένα ταμπού, των οποίων η παραβίαση ενδέχεται να απειλήσει ανθρώπους που εμπλέκονται σε ανατρεπτικές δραστηριότητες. Έτσι, ο φασίστας δημαγωγός εδώ είναι κατά πολύ περισσότερο περιορισμένος σε ό,τι μπορεί να πει, τόσο για λόγους πολιτικής λογοκρισίας όσο και ψυχολογικής τακτικής. Επιπλέον, μια ορισμένη αοριστία αναφορικά με τους πολιτικούς σκοπούς είναι ενδιάθετη στον ίδιο τον φασισμό. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην εγγενώς μη θεωρητική φύση του, εν μέρει στο γεγονός ότι οι οπαδοί του θα εξαπατηθούν στο τέλος και ότι επομένως οι ηγέτες πρέπει να αποφύγουν κάθε διατύπωση στην οποία πρέπει στη συνέχεια να εμμείνουν…

Τελικά, πρέπει να έχουμε υπόψη ότι ο ολοκληρωτισμός δεν θεωρεί τις μάζες ως αυτοκαθοριζόμενα ανθρώπινα όντα, τα οποία αποφασίζουν ορθολογικά για τη ζωή τους και επομένως πρέπει να αποκαλούνται ορθολογικά υποκείμενα, αλλά αντιμετωπίζει τις μάζες ως απλά αντικείμενα διοικητικών μέτρων που διδάσκονται, πάνω από όλα, να είναι συγκρατημένα και να υπακούν διαταγές.

Ωστόσο, αυτό ακριβώς το τελευταίο σημείο απαιτεί μια κάπως λεπτομερέστερη εξέταση, αν η σημασία του πρόκειται να υπερβεί το κλισέ για τη μαζική ύπνωση υπό τον φασισμό. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν στον φασισμό συντελείται πραγματική μαζική ύπνωση ή αν πρόκειται για μια βολική μεταφορά που επιτρέπει στον παρατηρητή να ξεμπερδεύει με την πρόσθετη ανάλυση. Η κυνική νηφαλιότητα, παρά η ψυχολογική μέθη, χαρακτηρίζει περισσότερο τη φασιστική ψυχοσύνθεση. Επιπλέον, κανένας που είχε κάποια στιγμή τη δυνατότητα να παρατηρήσει τις φασιστικές συμπεριφορές δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός ότι ακόμα και εκείνα τα στάδια του συλλογικού ενθουσιασμού, στα οποία αναφέρεται ο όρος “μαζική ύπνωση”, έχουν ένα στοιχείο συνειδητού ελέγχου, από τον ηγέτη και από το ίδιο το ατομικό υποκείμενο, πράγμα που δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αποτέλεσμα μιας απλώς παθητικής μετάδοσης. Μιλώντας ψυχολογικά, το Εγώ παίζει υπερβολικά μεγάλο ρόλο στη φασιστική ανορθολογικότητα ώστε να δεχθούμε μια ερμηνεία της υποτιθέμενης έκστασης ως απλής έκφρασης του ασυνειδήτου. Υπάρχει πάντα κάτι αυτοσχέδιο, αυτεξούσιο, πλαστό αναφορικά με τη φασιστική υστερία, το οποίο απαιτεί κριτική προσοχή, αν η ψυχολογική θεωρία περί φασισμού δεν πρόκειται να ενδώσει στα ανορθολογικά συνθήματα που ο ίδιος ο φασισμός προωθεί.

Τι επιθυμεί λοιπόν να κατορθώσει ο φασιστικός, και ιδιαίτερα, ο αντισημιτικός προπαγανδιστικός λόγος; Πράγματι, ο στόχος του δεν είναι “ορθολογικός”, διότι δεν καταβάλλει προσπάθεια να πείσει τους ανθρώπους και μένει πάντα σε ένα μη επιχειρηματολογικό [non-argumentative] επίπεδο. Σε αυτήν τη συνάφεια δύο δεδομένα χρήζουν ενδελεχούς έρευνας:

(1) Η φασιστική προπαγάνδα επιτίθεται σε φαντάσματα παρά σε πραγματικούς αντιπάλους, δηλαδή, σχηματίζει παραστάσεις του Εβραίου, ή του κομμουνιστή, και τις καταστρέφει χωρίς να ενδιαφέρεται πολύ για τη σχέση αυτών των παραστάσεων με την πραγματικότητα.

(2) [Η φασιστική προπαγάνδα] δεν χρησιμοποιεί συλλογιστική λογική [discursive logic], αλλά, πολύ περισσότερο, ειδικά στις ρητορικές επιδείξεις, είναι ό,τι μπορεί να ονομασθεί ιδεοφυγή. Η σχέση μεταξύ προκείμενων και συμπερασμάτων αντικαθίσταται από μια σύνδεση ιδεών που εδράζεται στην απλή ομοιότητα, συχνά διαμέσου συνειρμού, χρησιμοποιώντας την ίδια χαρακτηριστική λέξη σε δύο προτάσεις που λογικά είναι εντελώς άσχετες. Αυτή η μέθοδος δεν αποφεύγει απλώς τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της ορθολογικής εξέτασης, αλλά από ψυχολογική σκοπιά καθιστά ευκολότερο για τον ακροατή να “συναινέσει”. Αυτός δεν χρειάζεται να σκεφθεί κοπιαστικά, αλλά μπορεί να παραδοθεί παθητικά σε ένα ρεύμα σκέψεων στο οποίο κολυμπά.

…Πάνω απ' όλα, ξέρουμε ότι η φασιστική προπαγάνδα, με όλη τη διαταραγμένη λογική της και τις φανταστικές διαστρεβλώσεις της, είναι συνειδητά σχεδιασμένη και οργανωμένη. Αν πρόκειται να αποκληθεί ανορθολογική, τότε χρησιμοποιείται αντί για την αυθόρμητη ανορθολογικότητα, ένα είδος ψυχοτεχνικής που παραπέμπει στην υπολογισμένη επίδραση, προφανής στις περισσότερες εκδηλώσεις της σημερινής μαζικής κουλτούρας – όπως στο σινεμά και τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Ακόμα και αν είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι η ψυχοσύνθεση του φασίστα αγκιτάτορα μοιάζει κάπως με τη διανοητική σύγχυση των επίδοξων οπαδών του, και ότι οι ίδιοι οι ηγέτες “είναι υστερικοί ή ακόμα και παρανοϊκοί τύποι”, έχουν μάθει, από την τεράστια εμπειρία και το τρανταχτό παράδειγμα του Χίτλερ, πώς να χρησιμοποιούν τις δικές τους νευρωτικές ή ψυχωτικές προδιαθέσεις για σκοπούς που προσαρμόζονται πλήρως στην αρχή της πραγματικότητας (realitätsgerecht). Οι κυρίαρχες συνθήκες στην κοινωνία μας τείνουν να μεταμορφώσουν τη νεύρωση και την ήπια ψυχοπάθεια σε ένα εμπόρευμα το οποίο ο πάσχων μπορεί εύκολα να πουλήσει, μόλις ανακαλύψει ότι πολλοί άλλοι έχουν μια συγγένεια με την ασθένειά του. Ο φασίστας αγκιτάτορας είναι συνήθως ένας επιδέξιος πωλητής των δικών του ψυχολογικών ελαττωμάτων. Αυτό είναι δυνατόν αποκλειστικά εξαιτίας μιας δομικής ομοιότητας μεταξύ των οπαδών και του ηγέτη· ο σκοπός της προπαγάνδας είναι να εγκαταστήσει μια συμφωνία μεταξύ τους παρά να μεταδώσει στο κοινό οποιεσδήποτε ιδέες ή συναισθήματα που δεν είναι δικά τους εξ αρχής. Ως εκ τούτου, το πρόβλημα της αληθινής ψυχολογικής φύσης της φασιστικής προπαγάνδας μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: Σε τι συνίσταται αυτή η αρμονική σχέση μεταξύ του ηγέτη και των οπαδών στην προπαγανδιστική συνθήκη;

Ένα πρώτο στοιχείο προσφέρεται από τη δική μας παρατήρηση ότι αυτός ο τύπος της προπαγάνδας λειτουργεί ως ευχαρίστηση. Μπορούμε να τη συγκρίνουμε με το κοινωνικό φαινόμενο της σαπουνόπερας. Όπως ακριβώς η νοικοκυρά, η οποία έχει απολαύσει εξ αποστάσεως τα βάσανα και τα κατορθώματα της αγαπημένης της ηρωίδας για ένα τέταρτο της ώρας, αισθάνεται την ορμή να αγοράσει το σαπούνι που πουλά ο χορηγός, έτσι ο ακροατής της φασιστικής προπαγανδιστικής σκηνής, αφού αντλήσει ηδονή από αυτή, αποδέχεται την ιδεολογία που παρουσιάσθηκε από τον ομιλητή χάριν ευγνωμοσύνης για το σόου. Το “σόου” είναι πράγματι η σωστή λέξη. Το κατόρθωμα του αυτοσχέδιου ηγέτη είναι μια ερμηνεία που παραπέμπει στο θέατρο, στον αθλητισμό και τις αποκαλούμενες θρησκευτικές αναγεννήσεις. Είναι χαρακτηριστικό για τους φασίστες δημαγωγούς ότι κομπάζουν για το γεγονός ότι υπήρξαν αθλητικοί ήρωες στα νιάτα τους. Αυτός είναι ο τρόπος που συμπεριφέρονται. Ουρλιάζουν και οδύρονται, πολεμούν τον σατανά χειρονομώντας, και βγάζουν τα σακάκια τους καθώς επιτίθενται “σε αυτές τις καταχθόνιες δυνάμεις”.

Οι τύποι των φασιστών ηγετών αποκαλούνται συχνά υστερικοί. Με οποιοδήποτε τρόπο και αν έχει διαμορφωθεί η στάση τους, η υστερική τους συμπεριφορά εκπληρώνει μια ορισμένη λειτουργία. Μολονότι μοιάζουν πραγματικά με τους ακροατές τους στις περισσότερες πλευρές, διαφέρουν από αυτούς σε μια σημαντική πλευρά: δεν έχουν καμία αναστολή καθώς εκφράζονται. Λειτουργούν διαμεσολαβητικά για τους ανίκανους να εκφρασθούν ακροατές τους, λέγοντας και κάνοντας ό,τι οι τελευταίοι θα ήθελαν, αλλά είτε δεν μπορούν είτε δεν τολμούν. Παραβιάζουν τα ταμπού που η κοινωνία της μεσαίας τάξης έχει επιβάλει πάνω σε κάθε εκφραστική συμπεριφορά εκ μέρους του κανονικού, “μέσου” πολίτη. Κάποιος μπορεί να πει ότι μέρος της επίδρασης της φασιστικής προπαγάνδας επιτυγχάνεται διαμέσου αυτής της ρήξης. Οι φασίστες αγκιτάτορες αντιμετωπίζονται σοβαρά, διότι ρισκάρουν να γελοιοποιηθούν.

Οι μορφωμένοι άνθρωποι εν γένει δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν την επίδραση των ομιλιών του Χίτλερ, διότι αυτές ακούγονταν τόσο ανειλικρινείς, προσποιητές, ή, σύμφωνα με τη γερμανική λέξη, verlogen [ψευδολόγες]. Όμως είναι ψευδαίσθηση ότι οι αποκαλούμενοι συνηθισμένοι άνθρωποι έχουν μια εντελώς ανεξάντλητη έφεση προς το γνήσιο και το ειλικρινές, και απεχθάνονται το ψεύτικο. Ο Χίτλερ ήταν αγαπητός, όχι σε πείσμα των φθηνών θεατρινισμών του, αλλά ακριβώς χάρη σε αυτές, χάρη στις παραφωνίες του και τα καραγκιοζιλίκια του…

Έχουμε συνοψίσει μια λίστα των τυπικών ψυχολογικών μηχανισμών που εφαρμόζονται κατ' ουσίαν από όλους τους φασίστες αγκιτάτορες, οι οποίες θα μπορούσαν να συμπυκνωθούν σε όχι παραπάνω από τριάντα τύπους. Πολλοί από αυτούς τους μηχανισμούς έχουν ήδη αναφερθεί, όπως ο μηχανισμός του μοναχικού λύκου, η ιδέα της ακαταπονησίας, της διωκόμενης αθωότητας, του σπουδαίου ανθρωπάκου, το εγκώμιο του κινήματος ως τέτοιου, και ούτω καθεξής. Βέβαια, η ομοιομορφία αυτών των μηχανισμών μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί μέσω της παραπομπής στην ίδια πηγή, όπως Ο αγών μου του Χίτλερ, ή ακόμα μέσω μιας οργανωτικής σύνδεσης όλων των αγκιτατόρων, όπως πραγματικά συνέβη στην περίπτωση της Δυτικής Ακτής. Όμως, η αιτία πρέπει να αναζητηθεί αλλού, αν οι αγκιτάτορες σε πολλά διαφορετικά μέρη της χώρας χρησιμοποιούν τους ίδιους συγκεκριμένους ισχυρισμούς, π.χ. οι ζωές τους έχουν απειληθεί και οι ακροατές τους θα ξέρουν ποιοι ευθύνονται αν η απειλή πραγματοποιηθεί – ένα συμβάν που ποτέ δεν λαμβάνει χώρα. Αυτά τα πρότυπα τυποποιούνται για ψυχολογικούς λόγους. Ο επίδοξος φασίστας οπαδός λαχταρά αυτή την αυστηρή επανάληψη, όπως ο χορευτής στον ρυθμό του jitterbug λαχταρά το τυποποιημένο πρότυπο των δημοφιλών τραγουδιών και γίνεται έξαλλος, όταν οι κανόνες του παιχνιδιού δεν τηρούνται αυστηρά. Η μηχανική εφαρμογή αυτών των προτύπων είναι ουσιώδης για την ιεροτελεστία…

Η φετιχοποίηση της πραγματικότητας και των κατεστημένων σχέσεων εξουσίας τείνει, περισσότερο από καθετί άλλο, να παρακινήσει το άτομο ώστε να παραδοθεί και να ενωθεί με το υποτιθέμενο κύμα του μέλλοντος.

(4) Ένα από τα ενδιάθετα χαρακτηριστικά της φασιστικής ιεροτελεστίας είναι το υπονοούμενο, ακολουθούμενο κάποιες φορές από την πραγματική αποκάλυψη των γεγονότων που υπαινίσσεται, πιο συχνά όμως όχι. Ξανά, μια ορθολογική αιτία για αυτήν τη συνήθεια μπορεί εύκολα να δοθεί: είτε ο νόμος είτε τουλάχιστον οι κυρίαρχες συμβάσεις αποκλείουν τις δημόσιες δηλώσεις φιλοναζιστικού ή αντισημιτικού χαρακτήρα, και ο ρήτορας που θέλει να μεταδώσει τέτοιες ιδέες πρέπει να καταφύγει σε πιο έμμεσες μεθόδους. Φαίνεται πιθανό, ωστόσο, ότι το υπονοούμενο χρησιμοποιείται, και προκαλεί απόλαυση, ως μια ικανοποίηση καθ' εαυτήν. Για παράδειγμα, ο αγκιτάτορας λέει “αυτές οι σκοτεινές δυνάμεις, ξέρετε ποιες εννοώ” και το κοινό αμέσως καταλαβαίνει ότι οι παρατηρήσεις του κατευθύνονται ενάντια στους Εβραίους... Αναφορά γίνεται εδώ στον ρόλο που αποδίδεται από τον Φρόυντ στους υπαινιγμούς κατά την αλληλεπίδραση μεταξύ του συνειδητού και ασυνείδητου. Το φασιστικό υπονοούμενο τρέφεται από αυτόν τον ρόλο.

(5) Η εκτέλεση της ιεροτελεστίας ως τέτοιας λειτουργεί σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό ως το ύψιστο περιεχόμενο τη φασιστικής προπαγάνδας. Η ψυχανάλυση έχει δείξει τη συνάφεια της ιεροτελεστικής συμπεριφοράς με την καταναγκαστική νεύρωση· επίσης, είναι προφανές ότι η τυπική φασιστική ιεροτελεστία της αποκάλυψης είναι ένα υποκατάστατο της σεξουαλικής ικανοποίησης. Πέραν αυτού, ωστόσο, ας μας επιτραπούν ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την ιδιαίτερη συμβολική σημασία της φασιστικής ιεροτελεστίας. Δεν απέχουμε πολύ από τον στόχο ερμηνεύοντας την ιεροτελεστία ως την προσφορά μιας θυσίας. Αν η υπόθεση είναι σωστή, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατηγοριών και των ιστοριών φρίκης, από τις οποίες βρίθουν οι φασιστικοί προπαγανδιστικοί λόγοι, είναι προβολές των επιθυμιών των ρητόρων και των οπαδών τους, ολόκληρη η συμβολική πράξη της αποκάλυψης που γιορτάζεται σε κάθε προπαγανδιστικό λόγο εκφράζει, άσχετα από τον βαθμό συγκάλυψης, τον μυστηριακό φόνο του εχθρού. Στο κέντρο της φασιστικής, αντισημιτικής προπαγανδιστικής ιεροτελεστίας υπάρχει η επιθυμία για ιεροτελεστική δολοφονία. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί από ένα αποδεικτικό στοιχείο από την καθημερινή ψυχοπαθολογία της φασιστικής προπαγάνδας. Ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει το θρησκευτικό στοιχείο στην αμερικανική φασιστική και αντισημιτική προπαγάνδα έχει αναφερθεί νωρίτερα. Ένας από τους ιερωμένους του φασιστικού ραδιοφώνου της Δυτικής Ακτής είπε σε μια μετάδοση:

Δεν μπορείτε να αντιληφθείτε ότι δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών, αν δεν δοξάσουμε την ιερότητα του Θεού μας, αν δεν κηρύξουμε τη δικαιοσύνη του Θεού στον κόσμο μας, αν δεν κηρύξουμε το γεγονός μιας κόλασης και ενός παραδείσου; Ότι δεν υπάρχει άφεση αμαρτιών χωρίς την αιματοχυσία; Δεν μπορείτε να αντιληφθείτε ότι μονάχα ο Χριστός και ο Θεός είναι κυρίαρχοι και ότι η επανάσταση θα καταλάβει τελικά το έθνος μας;

Η μεταμόρφωση του χριστιανικού δόγματος σε συνθήματα πολιτικής βίας δεν θα μπορούσε να είναι ωμότερη από ό,τι σε αυτό το απόσπασμα. Η ιδέα ενός μυστηρίου, η “αιματοχυσία” του Χριστού, ερμηνεύεται ευθέως υπό τους όρους μιας “αιματοχυσίας” εν γένει, με το βλέμμα στραμμένο σε μια πολιτική εξέγερση. Η πραγματική αιματοχυσία υποστηρίζεται ως αναγκαία, διότι ο κόσμος έχει υποθετικά εξιλεωθεί από την αιματοχυσία του Χριστού. Ο φόνος επενδύεται με το φωτοστέφανο ενός μυστηρίου. Έτσι, η ύψιστη υπενθύμιση του θυσιασμένου Χριστού στη φασιστική προπαγάνδα είναι η φράση “Judenblut muss fliessen” (“Πρέπει να χυθεί εβραϊκό αίμα”). Η σταύρωση μεταμορφώνεται σε ένα σύμβολο του πογκρόμ. Ψυχολογικά, ολόκληρη η φασιστική προπαγάνδα είναι απλώς ένα σύστημα τέτοιων συμβόλων. Σε αυτό το σημείο πρέπει να στρέψουμε την προσοχή στην καταστροφικότητα ως την ψυχολογική βάση του φασιστικού πνεύματος. Τα προγράμματα είναι αφηρημένα και ασαφή, οι εκπληρώσεις είναι ψεύτικες και απατηλές, διότι η υπόσχεση που εκφράζεται από τον φασίστα ρήτορα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η καταστροφή καθ' εαυτήν. Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι φασίστες αγκιτάτορες επιμένουν στην εγγύτητα καταστροφών κάποιου είδους. Ενώ προειδοποιούν για τον επικρεμάμενο κίνδυνο, αυτοί και οι ακροατές τους συναρπάζονται από την ιδέα του αναπόφευκτου αφανισμού, χωρίς μάλιστα να κάνουν μια σαφή διάκριση μεταξύ της καταστροφής των εχθρών τους και των ίδιων. Αυτή η ψυχική συμπεριφορά, παρεμπιπτόντως, μπορούσε να παρατηρηθεί καθαρά κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων του χιτλερισμού στη Γερμανία, και έχει μια βαθιά αρχαϊκή βάση. Ένας από τους δημαγωγούς της Δυτικής Ακτής είπε κάποτε: “Θέλω να πω ότι εσείς, άνδρες και γυναίκες, εσείς και εγώ ζούμε στην πιο φοβερή εποχή της ιστορίας του κόσμου. Ζούμε επίσης στην πιο ευγενική και πιο θαυμαστή εποχή”. Αυτό είναι το όνειρο του αγκιτάτορα, μια ένωση του φρικιαστικού και του θαυμαστού, ένα ντελίριο εκμηδένισης που μεταμφιέζεται σε σωτηρία. Η ισχυρότερη ελπίδα για την αποτελεσματική αντιπαράθεση με όλο αυτό τον τύπο της προπαγάνδας βρίσκεται στη κατάδειξη των αυτοκαταστροφικών του συνεπειών. Η ασυνείδητη ψυχολογική επιθυμία για αυτοεκμηδένιση αναπαράγει πιστά τη δομή του πολιτικού κινήματος που μεταμορφώνει τελικά τους οπαδούς του σε θύματα…

Τέοντορ Αντόρνο: Αντισημιτισμός και φασιστική προπαγάνδα

 μετάφραση: Γιώργος Στεφανίδης