Σεισμοί εντός μας και εκτός

[ Γιώργος Παππάς / Ελλάδα / 08.01.18 ]

Στη ρίζα του λόφου απλώνονταν το χωριό,

σε μήκος,

χτισμένο απ’ την μια μεριά του κεντρικού του δρόμου -που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τον λέγαν κεντρικό αφού το χωριό ήταν χτισμένο απ’ την μια μεριά του, όχι ολόγυρά του αλλά σαν μια γραμμή να τράβηξαν δίπλα στο δρόμο οι παλιοί-

απ’ την μια πλευρά της οι άνθρωποι κι απ’ την άλλη η χαρακιά του σεισμού,

η βία του καλύφθηκε βέβαια με τα χρόνια –έτσι κάνουν πάντα οι βίες, καλύπτονται σιγά σιγά- από καταπράσινα λιβάδια και κατάφυτες πλαγιές, κάθε Απρίλη και Μάη φύτρωναν παπαρούνες, βουστίνες, γλυσίνες και πασχαλιές και χρωμάτιζαν το ομοιόμορφο πράσινο με πολύχρωμες πινελιές πρόσκαιρης ζωντάνιας,

η βία του καλύπτονταν περισσότερο κάθε Απρίλη και Μάη αλλά δεν άλλαζε την κληρονομιά του, τις επικίνδυνες, απότομες, θανατερές κατηφοριές,

είχαν χαθεί πολλοί σ’ αυτές λέγαν οι παλιοί, οι πιο πολλοί στο σεισμό, τίποτε δεν προμήνυε πως θα γίνονταν τέτοιο κακό,

μόνο ένας γέροντας που ζούσε μονάχος του εκεί που σήμερα είναι το βαθύτερο κόψιμο, αριστερά και κάτω όπως το κοιτάς απ’ την πλατεία κι έχεις ψηλά στα δεξιά σου και πίσω σου το πευκοδάσος και αριστερά σου, δεξιά και πίσω σου τους ανθρώπους, 

εκεί ήταν το χωριό τότε, αριστερά και κάτω, εδώ που είναι χτισμένο σήμερα συνοικισμός ήταν παλιά, μετά το σεισμό χτίσαν ξανά ζωές όσοι, απ’ αυτούς που τα κατάφεραν, το διάλεξαν,

μόνο αυτός που ζούσε μονάχος του στο κέντρο του παλιού χωριού, κάτω απ΄ την πλατεία, ο πιο μικρός από 12 αδέρφια, είχε το μαγαζί στην πλατεία και μιας κι είχε τελειώσει το Σχολαρχείο εκτελούσε και χρέη γραμματέα στο Κοινοτικό Γραφείο,

όχι με μισθό, αριστερός ήταν, δεν δίνανε μισθούς τότε με τους φάκελους των φρονημάτων να ακολουθούν τα πεπρωμένα των ζωών, έτσι πληρώνονταν με το κομμάτι, κι αυτό όχι από έγνοια για τη ζήση του αλλά επειδή στο παλιό χωριό δεν υπήρχε άλλος να ξέρει από γραφή,

μόνο αυτός τους έλεγε μετά την εκκλησιά, που οι άλλοι πήγαιναν, ότι πρέπει να προσέξουν πολύ πώς θα φυλαχτούν γιατί έρχεται μεγάλη καταστροφή,

δεν τον πίστευε κανένας, αλαφροΐσκιωτες υπερβολές έλεγαν μεταξύ τους,

δεν τους ταίριαζε που τους έλεγε ότι τα ζαρκάδια όταν πονάνε δακρύζουν ίδια με τον άνθρωπο, ούτε όταν τους έλεγε ότι πρέπει να προσέχουν την ψυχή σαν τα μάτια τους γιατί η ψυχή έχει βάρος, ίδιο με της ανάσας, λίγα γραμμάρια δικά μας είναι, όχι όμως μόνο στην καρδιά, όπως λένε οι ποιητές, αλλά και στο δέρμα, γι’ αυτό είναι και τα δυο πολύτιμα,

δεν τους ταίριαζαν τα λόγια του, τους χάλαγαν τη βολή και το στόχο, μπερδεύονταν όσα ξέραν κι όσα θέλαν, γι’ αυτό και δεν τον πίστευαν μέχρι που ακούστηκε το βουητό, δεν προλάβαινε πια κανένας να γλιτώσει, 

αλλά χαθήκανε και πολλοί μετά, όσοι είχαν τόσο μεγάλο πόθο για ν’ αγγίξουν την Άνοιξη στα λιβάδια, που αθωώσαν τον σεισμό, λες κι έπρεπε να γίνει ο σεισμός για να αφήσει λιβάδια, όσοι δεν βλέπαν τις κοψιές του παρά μόνο τα χρώματα στα λιβάδια, λες και για να φτάσεις στα λιβάδια δεν θα διάβαινες μέσα απ’ τις αφύσικες κατηφοριές του, απ’  τις μαχαιριές του.

Χάθηκαν απ’ το σεισμό πολλοί. Δεν θα μπορούσε να ’ναι αλλιώς, έτσι κάνουν οι σεισμοί, κρύβονται καλά πριν, χαράζουν ωμά κι οριστικά, καλύπτονται μετά αλλά πάντοτε αφήνουν κληρονομιές στους ζωντανούς.