«Πάρε εμένα, πάρε εμένα»

[ Γιάννα Κουκά / Ελλάδα / 25.04.18 ]

Νομίζω την είδα στην πλατεία. Εκεί στη Μυτιλήνη. Μαζί με τους άλλους. Κουλουριασμένη στην αγκαλιά της μάνας και του πατέρα. Ή ίσως πάλι κι όχι. Δεν την είδα. Κάποια που απλά της έμοιαζε να ήταν.

"Take me, take me." φώναζε ένα καλοκαίρι. "Please, please, take me" μου έλεγε.

Είχε ακουμπήσει την πλάτη στον τοίχο κι έκλαιγε. Κανονικά έκλαιγε, όπως κλαίνε τα παιδιά όταν δεν τους κάνουν το χατίρι. «Πάρε εμένα, πάρε εμένα». Παρακαλούσε στη θάλασσα μαζί να ΄ρθει, ακόμα κι αν ήξερε πως δεν ήταν η σειρά της.

 Από το Αφγανιστάν φερμένη. Μαζί με τα αδέλφια. Πέντε παιδιά στο σύνολο. Τέσσερα κορίτσια, ένα αγόρι. Μια μάνα κι ένας πατέρας. Και μια γιαγιά μαζί. Κοντά στα ενενήντα κείνη. Με τη μακριά της μαντίλα φορεμένη στα μαλλιά και τα χάπια για την πίεση στην τσέπη. Όπως οι γιαγιάδες με τα τσεμπέρια και τα τσαντάκια με τα χάπια. Στο μόνο που διέφερε ίσως απ’ τις άλλες γιαγιάδες, ήταν πως στα γεράματα, έπρεπε να αφήσει πίσω μια πατρίδα, ένα σπίτι. Να πάει όπου οι άλλοι την πάνε. Ν’ ακολουθήσει. Να πάει κι όπου την φτάσουν. Όπου την φτάσουν να πάει. Μαζί με τον γιο, την κόρη, τα εγγόνια. Τον άλλο γιο, δεν τον έφερε μαζί. Τον σκότωσαν μπρος στα μάτια της, πίσω στην πατρίδα. Εκείνη πάει καιρός πια που ξύπνησε μια μέρα και τους είπε, πίσω θα γυρίσει. Άλλο σε δομές και καταυλισμούς δεν μπορεί να ζει. Κουράστηκε έτσι γριά που είναι. Από εδώ κι από κει. Κυνηγημένη, χωρίς σπίτι, με τα χάπια της πίεσης στην τσέπη. Μεγάλη είπε πως είναι. Πίσω στη χώρα, θέλει να πεθάνει. Κι ας την σκοτώσουν. Και γύρισε. Μόνη. Τον γιο, τη νύφη, τα εγγόνια εδώ άφησε. Να ζήσουν. Επικίνδυνα είναι για σας εκεί, εγώ μεγάλη είμαι, άλλο δεν έχω να χάσω, είπε κι έφυγε.

Take me, take me που λες, φώναζε η μικρή.

Όταν τα δάκρυα της με λύγισαν για την κανονικότητα που λαχταρούσε, ξεχάσαμε τη σειρά κι ήρθε. Μπήκε όπως-όπως στη θάλασσα και πλατσούρισε, όπως κάνουν τα παιδιά, τα μακροβούτια της έκανε με τη μύτη την κλειστή, ύστερα μπήκε στο αυτοκίνητο, πίσω στη δομή γύρισε.

Την είδα νομίζω. Την είδα στην πλατεία τις προάλλες, εκεί, σε μια γωνιά. Εκεί, στην πλατεία Σαπφούς, νομίζω πως την είδα. Σε μια γωνιά να κλαίει. Να παρακαλάει και να φωνάζει «Πάρε εμένα, πάρε εμένα». Έστω κι ένας, να βρεθεί παρακαλούσε, έστω κι ένας να την πάρει, φασίστες  μην την κάψουν ζωντανή.