Πάλι η νοσταλγία...

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 31.08.17 ]

                                                                    Στην Κική που αναρωτιέται για το ζην

Όσο κι αν το πράγμα αλλάζει ύστερα από τόσα χρόνια αποχαιρετισμών, πάλι η νοσταλγία έρχεται να σου χτυπήσει ελαφρά τα βλέφαρα καθώς το αυτοκίνητο ανηφορίζει τον στριφογυριστό δρόμο προς τον Άγιο Σίλα έχοντας αφήσει πίσω την συνοικία της Δεξαμενής. Η πόλη, όπως, πάντα (αλλά ένα «πάντα» που ποτέ δεν είναι το ίδιο κι αυτή η  διαρκής αστάθεια είναι η μόνη του σταθερά), έτσι και τώρα αποκαλύπτει «ολίγον κατ’ ολίγον» την νωχελική της ωραιότητα. Έτοιμάζεται να σ’ αποχαιρετήσει, γνωρίζοντας ότι τα πιο όμορφα μάτια είναι τα μάτια του αποχαιρετισμού. Για να μπορούν να αντέχουν την έμπροσθεν όραση στον καιρό και στον χρόνο ώστε να συνεχίζεται το ταξίδι ανάμεσα στο «ούπω» και στο «μηκέτι» (ανάμεσα στο «όχι ακόμα» και στο «ποτέ πια»), το ταξίδι που ο γλυκύς και αγαπητικός της ποίησης, της ιστορίας και της φιλοσοφίας Κωστής Μοσκώφ, όριζε (και δεν θα πάψω να επαναλαμβάνω αυτόν τον «ορισμό»), ως το «πιο μακρύ, το πιο ωραίο και το πιο δύσκολο ταξίδι». Το μόνο ταξίδι που έχει νόημα, τολμώ να προσθέσω. Που είναι κατά τον Κωστή Μοσκώφ «το ταξίδι από τα μάτια του ενός στα μάτια του άλλου».

Μια στροφή ακόμα. Η πόλη σε αποχαιρέτησε κάνοντας πιο γαλανές τις αποσκευές σου... ή μάλλον όχι: πιο γαλανή την σκευή σου. Το ταξίδι συνεχίζεται. Μαζί και η νοσταλγία. Κι αυτή ένα αέναο ταξίδι είναι που όλο χρειάζεται να το κάνεις για πρώτη φορά μέχρι «τα μάτια του άλλου», του όποιου «άλλου» που κάποτε συνάντησες. Αλλιώς δεν έχει νόημα η νοσταλγία, αυτός ο κούφιος γλυκασμός, αυτή η - τρόπον τινά- αισθητική τυφλότητα, που μπορεί να σε οδηγήσει ακόμα και στην ηθική ακινησία,  αν αφήσεις την μνήμη να ακκίζεται με τον εαυτό της (και τον εαυτό σου). Ούτε το ταξίδι έχει νόημα. Ήξερε πολύ καλά ο Μανώλης Αναγνωστάκης  τι έλεγε (κι αλοίμονο αν δεν ξέρουν οι ποιητές του δικού του βεληνεκούς), με τον στίχο, «καλύτερα να μείνουμε εδώ μα όχι πάλι πίσω». Καθώς η πόλη σε αποχαιρετά αυτό το νόημα σου ψιθυρίζει χορεύοντας πάνω στα σύμφωνα της νοσταλγίας της για σένα, ώστε να ακουστούν ευκρινέστερα τα φωνήεντα από το χαμόγελό της: «όχι πάλι πίσω». Γιατί, απ’ ότι φαίνεται, η νοσταλγία δεν είναι καμωμένη από παρελθόν, άρα μια υπόθεση ιδιωτική που δεν αφορά κανέναν γιατί σε κανέναν δεν εισκομίζει κάτι. Ούτε και σε σένα τον ίδιο. Η νοσταλγία είναι καμωμένη από μέλλον. Από όλα τα επόμενα, «καλό ταξίδι» και «καλό κουράγιο» και «σ’ αγαπώ» και «όνειρα γλυκά» και «καλημέρα» που εδώ έμαθες όχι μόνο να τα προφέρεις αλλά και να τα προσφέρεις. Να, κάπως έτσι λέω πως είναι η νοσταλγία.

Κι αν εκεί, στην τελευταία στροφή του δρόμου, στην τελευταία στροφή του αποχαιρετισμού, λαμπυρίσει το υγρό της φανέρωμα, τί να κάνουμε; Κι αυτό μέσα στην ζωή είναι, την λυγρή κατάσταση όλων των αέναων αποχαιρετισμών και αποχωρισμών, κάποιες φορές και ανεπίστρεπτων. Από αυτό το δάκρυ ξεκινάει η επόμενη μέρα που είναι και επόμενη μέρα στην μνήμη που θα γίνει κάποτε. Ας την ζήσουμε έτσι ώστε ν’ αξίζει να την νοσταλγούμε. Αντίο λοιπόν. Κι αν «ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει», υπάρχει και το αρχαίο ταφικό επίγραμμα για να στερεώνει την ύπαρξή μας: «δακρύειν όσον Θέμις».