«Οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν»

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 11.09.20 ]

Κατά βάθος έχει μια αγριότητα το παιχνίδι της μεταμφίεσης, όταν η μάσκα γίνεται άλλοθι όχι απλώς για να αποκρύψεις το πρόσωπο, αλλά για να το εξαφανίσεις. Μια άγρια στην απελπισία της προσπάθεια να «χαθεί» το πρόσωπο, να ξεχαστεί μέσα σε μία ασάφεια μνήμης, σε μια παραγραφή του βλέμματος, μέσα σε μια γιορτή εκκωφαντική, όπου ελάχιστα απέμειναν προς εορτασμό. Μέσα σε μια γιορτή όπου το πρόσωπο είναι απλώς η εδραία βάση ώστε να δημιουργηθεί πάνω του –ύστερα από χρόνια και χρόνια ανεόρταστης γιορτής, αβίωτης χαράς πάνω στην χαρά– ένα σκληρό παλίμψηστο από μάσκες. Βγάζεις τη μία και βγαίνει από κάτω άλλη. Κι όσο βγάζεις τόσο προστίθεται η μεταμφίεση. Τόσο ξεχνιέται ως μεταμφίεση και η μάσκα γίνεται το πρόσωπο σε ένα απέραντο χορό των για πάντα μεταμφιεσμένων. Εκείνων που δεν χόρεψαν ποτέ στις γυμνοπαιδιές των ματαιώσεων. Εκείνων που ακινητούν χορεύοντας σ’ ένα  φασματικό χορό σκιών σε εγκαταλελειμμένη αίθουσα παρηκμασμένης λουτροπόλεως. Με χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες μάσκες να τις παρασέρνει ο παγωμένος άνεμος ενός ξερού χειμώνα, στον έρημο δρόμο, πλάι στην έρημη θάλασσα που δεν θυμάται πια, γιατί κανένα μυστικό δεν θέλει πια να ξεχαστεί στο ακρογιάλι της.

Φεύγουν τα μυστικά που ήτανε γραμμένα στο μέσα μέρος της μάσκας, τα μυστικά από ένα πρόσωπο που είχε πρόσωπο. Κι οι μάσκες γίνονται αθύρματα και τις παρασέρνει ο χρόνος και στροβιλίζονται: ένας χαρτοπόλεμος από άδεια μάτια. Μια μεταμφίεση αχόρταγου:  να καταπιείς όσο το δυνατόν πιο πολλή αμάσητη χαρά, βουλιμική χαρά. Εκκωφαντική, πιο πολύ προς τα μέσα παρά προς τα έξω, που σου ποδοπατεί τα σπλάχνα χορεύοντας στα βήματα ενός ερπυστριοφόρου χορού χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον. Και μια ορχήστρα της παράκρουσης να απαιτεί λήθη. Αυτή τη μάσκα από οπλισμένο σκυρόδεμα και χάλυβα που τίποτα δεν μπορεί να την διαπεράσει. Αυτό το ποδοκρότημα ενός άτσαλου, ασύνειδου ολοκληρωτισμού, τυφλωμένου και εκτυφλωτικού. Ντελίριο. Πέφτουν οι μάσκες, αλλά πρόσωπα δεν εμφανίζονται. Σαν αποχαιρετισμός που έχει συμβεί πριν από χρόνια, όταν οι τελευταίοι παραθεριστές ενός τελευταίου φθινοπώρου, σε μια τελευταία βραδιά, μάζευαν τα καλοκαιρινά τους φορέματα, μαζί με τα έσχατα τραπουλόχαρτα ενός, από χρόνια πριν, χαμένου χαρτοπαίγνιου. Που δεν αξίζει πια (κι ούτε που άξιζε ποτέ) ούτε την αξία της τράπουλάς του. Ενός χαμού, με άλλα λόγια, που ξεκίνησε σαν διασκέδαση και κατέληξε σε μεταμφίεση. Με κλεμμένα ρούχα από το βεστιάριο κάποιου «θανάτου στη Βενετία». Αλλά χωρίς την άπεφθη ομορφιά του. Χωρίς εκείνα τα πρόσωπα.

«Ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνεται» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, αν θυμάμαι καλά τον στίχο. Αλλά πού είναι το πρόσωπο; Πού είναι το χαμένο μας πρόσωπο; Όπου νάναι και η φετινή γιορτή θα τελειώσει και το πρόσωπο δεν υπάρχει. Δεν ήταν πάντα έτσι: «Έβγαλα τη μάσκα και στον καθρέφτη κοιτάχτηκα/» λέει ο Φερνάντο Πεσσόα. «Είδα το παιδί που ήμουν εδώ και πολύ καιρό…/ Αυτό είναι το πλεονέκτημα/ το να ξέρεις τη μάσκα να βγάζεις».

Μόνο που ο καθρέφτης έσπασε. Η μάσκα δεν πρόλαβε να βγεί.  Κι αυτός ο άτσαλος ήχος των σπασμένων γυαλιών είναι ο ήχος της γιορτής που έκοψε τις φλέβες μας. Ο καθρέφτης κατάπιε τα είδωλα. Κατάπιε τον «εαυτό εν κατόπτρω». Από πίσω τοίχος. Μια μεταμφίεση μέλλοντος. Μπροστά από τον τοίχο ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης: «Όμως οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν, σαν τα τραγούδια και τις γιορτές,/ και τότε θα φανεί το ανύπαρκτο πρόσωπο που υπήρξαμε».

Φυσικά «όλα τούτα είναι ιστορίες παλιές που δεν ενδιαφέρουν πια κανένα∙ δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε». Ή όπως λέει ο Μίλτος Σαχτούρης, «Μακριά σ’ εν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή/ η αποκριά».