Οι λέξεις-πέτρες και ο κερχανατζής

[ / Ελλάδα / 12.03.17 ]

Ο Τζιάνι Ροντάρι στη Γραμματική της Φαντασίας λέει, μια λέξη είναι μια πέτρα που πέφτει σε μια ήσυχη λίμνη και μέχρι να φτάσει στο βυθό της έχει φέρει μεγάλη ταραχή. Έτσι κι εγώ, με αφορμή κάτι γλωσσολογικά ψαξίματα έπεσα πάνω στη λέξη μπατζανάκης.

Θυμήθηκα με μιας όλα τα ζευγάρια των μπατζανάκηδων που ήξερα στο χωριό μου. Τόσο αταίριαστοι και αχώνευτοι μεταξύ τους που τρωγόντουσαν συνέχεια. Ενίοτε πιο αταίριαστοι και αχώνευτοι μεταξύ τους κι απ’ τις συννυφάδες που είχαν περισσότερους λόγους να τρώγονται μεταξύ τους. Μπατζανάκηδες που οι αδερφές μάταια προσπαθούσαν να τους φέρουν κοντά, κυρίως σε μέρες γιορτών με κάτι τραπεζώματα. Ζευγάρια αταίριαστα. Ψηλός και οστεωμένος ο ένας, κοντός και χοντρός ο άλλος, νοικοκύρης ο ένας, ανεπρόκοπος ο άλλος, πιστός σύζυγος και τρυφερός πατέρας ο ένας, γυναικάς και αδιάφορος πατέρας ο άλλος, δουλευταράς ο ένας ακαμάτης ο άλλος και ούτω καθεξής. Ο ένας έψεγε τον άλλον διαρκώς και πολλές φορές και οι αδερφές μεταξύ τους ήταν τόσο διαφορετικές που αυτά που έλειπαν στον ένα μπατζανάκη, τα είχε σε πλεόνασμα η γυναίκα του και έτσι συχνά η προκομμένος και ομορφογεννημένος μπατζανάκης εποφθαλμιούσε την άλλη αδερφή και θα μπορούσα εδώ να πω γράψω ολόκληρες ιστορίες, αλλά δεν το έχω σκοπό.

Γιατί το μπατζανάκης με πήγε αμέσως στα μπατζάκια(bacak) κι αυτά με οδήγησαν σε κάτι πιτζάμες του παππού μου με τεράστια μπατζάκια, που του τις είχαν δώσει από μια αποστολή ρούχων από Αμερική. Πόσο φτωχοί ήμασταν, Θεέ μου! Ήταν τεράστιες ριγέ πιτζάμες, ο παππούς μου που ήταν κόκκαλο και πετσί, μπορούσε να χωράει ολόκληρος σε ένα μπατζάκι, κάθε φορά που τις φορούσε, κολυμπούσε σ’ αυτές και μ’ έπιανε μια θλίψη για την αδυναμία του και τη φτώχια μας, αφού αργότερα όταν έβλεπα εικόνες με Εβραίους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης τους λυπόμουν, γιατί μου θύμιζαν τον παππού μου κι όχι για τη μοίρα τους. Μετά όμως, κι όπως συμβαίνει μόνο στα παιδιά, σκεφτόμουν τους Αμερικάνους τεράστιους και έλεγα, μα πόσο θεόρατοι είναι αυτοί οι Αμερικάνοι και καταπιανόμουν με τις ώρες πλάθοντας ιστορίες γι’ αυτούς και μου περνούσε η λύπη για τον παππού μου.

Και μια λέξη με την οποία γελώ πολύ εκ των υστέρων, είναι το κερχανατζής, γιατί ζωντανεύει μπροστά μου ο πατέρας μου να φωνάζει «κερχανατζή, ε, κερχανατζή…», «α, τον κερχανατζή…», μια λέξη που δεν ξέρω τι μου προκαλούσε ηχητικά, αλλά την λάτρευα κι όπως και ο πατέρας μου και θυμωμένος ακόμη χαμογελούσε, μου χαράχτηκε στη μνήμη σαν κάτι πολύ θετικό και την έλεγα πάντα με καμάρι.

*κερχανάς=μπουρδέλο και κερχανατζής=ο νταβατζής, ο ρουφιάνος