Οι αταίριαστες...

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 24.07.17 ]

Οχτώ παιδιά, εφτά αγόρια κι ένα κορίτσι. Η μάνα όλη μέρα στα χωράφια. Τα μεγαλύτερα βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Ο πατέρας τις περισσότερες μέρες στην κοντινή  πόλη να πουλήσει στην αγορά τα λιγοστά περισσευούμενα ανάλογα με την εποχή. Τα βράδια περιμένανε τον πατέρα να γυρίσει με καλούδια. Τα μικρά ήθελαν  καραμέλες ή και πορτοκάλια, είδος εξωτικό και δυσεύρετο. Τα μεγαλύτερα ήθελαν κανένα ρούχο, κανένα παπούτσι, γιατί και τα αποφόρια,  μπαλωμένα και χιλιοφορεμένα, κάποτε λιώνανε κι αυτά.

Εκείνη δεν την πείραζαν τα τραχιά  ρούχα ούτε τα χοντροκομμένα παλιοπάπουτσα, ωραίες κάλτσες λαχταρούσε, όχι τις μεταξωτές που φορούσαν τα μεγαλύτερα κορίτσια, όπως διάβαζε στα βιβλία, χνουδωτές και πολύχρωμες ήθελε, σαν αυτές που φορούσαν οι ψηλομύτες ξαδέρφες της,  όταν έρχονταν  τα καλοκαίρια από την πόλη  και η ζήλεια τής στεκόταν στο λαιμό σαν κακοχωνεμένο φαγητό.

Ήταν οχτώ  χρονών, όταν ο πατέρας γυρνώντας  βράδυ  από την αγορά, τής έφερε ένα ζευγάρι καινούριες κάλτσες,  πόσο απρόσμενη χαρά, τις χάιδευε, τις κανάκευε, χόρευε μαζί τους, μια Σταχτοπούτα με κάλτσες,  κοιμήθηκε μ’ αυτές, η ευτυχία του κόσμου στο μαξιλάρι της.

 Στο  σκληρό φως της μέρας συνειδητοποίησε ότι ήταν αταίριαστες μεταξύ τους, δεν έκλαψε, στάθηκε καταμεσής στη λύπη της και με την οχτάχρονη σοφία της έμαθε να χωρίζει τη ζωή στο πριν και στο μετά…

Από τότε  γέμισαν τα συρτάρια της ζωής της «αταίριαστες  κάλτσες»…