Οι απόμαχοι

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 23.10.17 ]

Απόμαχοι! Πώς τους βαραίνει αυτή η λέξη! Θύματα ενός ακήρυκτου πολέμου, με τα ρυτιδωμένα τους χρόνια, τα στεγνά μάγουλα,  τους συναντάς στις πλατείες τα ζεστά πρωινά να μιλάνε στα περιστέρια, στα παγκάκια των πάρκων, στα καφενεία  της γειτονιάς, την ορισμένη ώρα με στοιχειωμένα μάτια βγάζουν περίπατο τη μοναξιά τους, καπνίζουν τη θλίψη, τα αποτσίγαρα σωρός κι ο καπνός στα μάτια θολώνει το τοπίο.

Είναι που μερικές φορές οι άνθρωποι τούς ξαφνιάζουν δυσάρεστα, εκεί που τους θεωρούσαν ευγενείς και μεγαλόψυχους, αποδεικνύονται ευτελείς και μνησίκακοι και παρά τη "θωράκιση" που επιβάλλουν στον εαυτό τους όσο μεγαλώνουν, εξακολουθούν να αιμορραγούν.

Συχνά κουβεντιάζουν με τη λύπη τους, η λύπη τους έχει άσπρα φτερά, καμιά φορά τούς παίρνει μακριά, αποτραβιούνται σιωπηλά, σα να μην πιάνει τόπο ούτε η σκιά τους, προχωρούν στα σκοτεινά, κρύβουν τη γύμνια τους μ' ένα κόκκο ελπίδας, σέρνονται σε ανέλπιδες ουρές, κρεμιούνται σε συρματοπλέγματα,  τσαλακώνουν την ψυχή τους στην τύρβη της αγοράς, χτίζουν τείχη από δάκρυα, πλαγιάζουν δίχως όνειρα σε κόσμους σάπιους.

Οι απόμαχοι! πάντα πρόθυμοι να προσφέρουν απλόχερα βοήθεια, φορτικά πότε πότε, γιατί  ξέρουν καλά  την  οδυνηρή αλήθεια, πως μπορείς να ζήσεις χωρίς να χρειάζεσαι τους άλλους αλλά είναι ανυπόφορη η ζωή όταν κανείς δεν έχει την ανάγκη σου…