Ο ξεμεινεμένος

[ Γεωργία(Γιούλα) Τριγάζη / Ελλάδα / 11.09.17 ]

Κάθε που αρχίζουν τα σχολεία τον θυμάται. Αλλά και κάθε που τελειώνουν! Μπορεί να τον λέγαν Γιώργα. Μπορεί και όχι. Αλλά αυτό, ύστερα από μερικές δεκαετίες λίγη έχει σημασία. Όμως από το δάγκωμα που ένιωθε κάθε που συνδύαζε σχολική ανάμνηση με αυτό το αγόρι, καταλάβαινε πως το ότι χρόνος  καταπίνει τα πάντα, ήταν άλλη μια δοξασία. Μερικές εικόνες φτιάχτηκαν για να μείνουν.

Τον βρήκε όταν αυτή πήγε στην έκτη. «Ξεμεινεμένος!»  Έτσι τον έλεγαν τα υπόλοιπα παιδιά με περιφρόνηση. Χρόνια τώρα! Πόσα; Όλοι γελούσαν σαν υπολόγιζαν. Έμοιαζε σαν αυτό το πανύψηλο «αρούκατο»  αγόρι να είχε ξεχαστεί στην έκτη, για πάντα! Και προφανώς όχι για να μάθει κάτι περισσότερο από τη χλεύη των παιδιών και την στυγνή αντιμετώπιση του δασκάλου. Στυγνή. Ήταν μάλλον ένας ευνοϊκός ορισμός -τώρα που το σκεφτόταν-. Για την ακρίβεια ήταν αισχρή. Αλλά… Ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που ο δάσκαλος το έχει στα ώπα-ώπα, καθώς ήταν αριστούχα παρακαλώ, πώς θα μπορούσε να τον χαρακτηρίσει με τέτοια βαριά λέξη, επειδή φερόταν με ανεξήγητο μένος στο συμμαθητή της;

Θυμόταν  στην έναρξη της σχολικής χρονιάς , να την παίρνει από το χέρι και να την οδηγεί στο πρώτο θρανίο: «Εσύ θα κάτσεις εδώ! Η δασκάλα σου της πέμπτης μου έχει μιλήσει για τις επιδόσεις σου!» Με μάτια κατεβασμένα –όχι από συστολή, αλλά από φόβο για την αντιμετώπιση των υπολοίπων παιδιών στη «σπασίκλα»-, είχε καθίσει δειλά στην πρώτη θέση. Και δεν της είχε ξεφύγει κάτι θέσεις παραπίσω, για την ακρίβεια στην τελευταία, το ξανθωπό αγόρι με το θλιβερό βλέμμα. Όχι θλιμμένο. Ήταν ένα τραγικό βλέμμα. Παιδιού που δεν έχει στον ήλιο μοίρα. Και ενήλικου που δε θέλει να μάθει τίποτε για τη ζωή. Γιατί δεν ελπίζει πλέον.

Ποτέ της δεν έμαθε αν και από τι έπασχε ο συμμαθητής της. Όταν αναφέρονταν σ’ αυτόν, ακούγονταν εκφράσεις  από «καθυστερημένος» και «διανοητικά ανάπηρος» ,μέχρι «ανώμαλος» και «ανεπίδεκτος μαθήσεως»! Λέξεις βαριές, στιγματισμένες από τη γέννα τους. Τις κουβαλούσε καμιά φορά στο σπίτι για να ρωτήσει τους δικούς της. Αλλά και στα δικά τους μάτια, φόβο έβλεπε και ασάφεια. Σα να ντρέπονταν για λογαριασμό του! Και αυτό, έκανε τα πράγματα, ακόμη πιο δυσνόητα γι’ αυτήν. «Εσύ πάντως, να μην τον κοροϊδεύεις!».  Ήταν ο επίλογος, σχεδόν απολογητικός της μητέρας της. Κι αυτό κάπως την ανακούφιζε. Σαν να έπαυε η λέξη «μίασμα» να σκιάζει το ξανθό μεγάλο κεφάλι του Γιώργα.

Οι μέρες κυλούσαν, και είχε την αίσθηση πως κάθε μάθημα, κάθε καινούργια έννοια, κάθε απασχόληση, κυλούσε ανάμεσα στους συμμαθητές και πάντα σταματούσε μπλοκαρισμένη στο δόλιο το παιδί. Στο «γάιδαρο» δηλαδή, όπως τον αποκαλούσε ο δάσκαλος, που: «Για να μας διαβάσει λοιπόν κι ο τελευταίος, να δούμε θα γελάσουμε πάλι!» ή «Για να μας πει το γαϊδούρι την έμαθε την προπαίδεια της τρίτης δημοτικού;» Άρχιζε λοιπόν ο Γιώργας με  τρεμάμενη, κομπιασμένη φωνή την ανάγνωση. Και με το πρώτο προειδοποιητικό χτύπημα της βέργας τη σταματούσε. Για να προκαλέσει τη μήνι του δασκάλου και τις πρώτες χλευαστικές του κουβέντες. Που δεν τις συνόδευε με ξυλιές μεν –γιατί κάτι «αναφορές» είχαν φτάσει στο αυτί του επιθεωρητή-, αλλά βουρδουλιές ήταν και οι αναφορές του για το δύστυχο το αγόρι. Που μέσα στη σύγχυσή του και την κατακραυγή του περίγυρου, άρχιζε να βήχει, και να σκουπίζει τις μύξες του με τη ανάστροφη του χεριού του, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, σαν το αγρίμι που γυρεύει να ξεφύγει.

Αυτά τα βλέμματα «έπιανε» κι αυτή στον αέρα, και συμπονούσε βαθιά το δυστυχισμένο παιδί! Που ακόμη και στα διαλείμματα τριγύριζε μοναχό του, παράταιρο καθώς ήταν ανάμεσα στους συμμαθητές του κυρίως για το μπόι του αλλά και την ατσαλοσύνη του. Αλλά και σαν τολμούσε  να πλησιάσει την ομάδα κάποιων παιδιών εισέπραττε συνήθως την άρνηση ή την αδιαφορία: «Τράβα ρε ξεμεινεμένε!  Άιντε ν’ ανοίξεις κάνα βιβλίο, για θα σε βαρέσει ο κύριος μετά!», ήταν η συνηθέστερη δικαιολογία.

Περισσότερο από περιέργεια, λιγότερο από οίκτο, τον πλησίασε τον «ξεμεινεμένο», ένα μεσημέρι, μόνο του στο διάλειμμα μέσα στη τάξη καθώς μασούλαγε το ψωμοτύρι που έβγαλε μέσα από μια πλαστική σακούλα . «Γιατί  δε διαβάζεις και συ  να μη σε μαλώνει συνέχεια ο δάσκαλος;». Του κάνει. «Για δε μπορώ μωρέ!». Απάντησε με τα μάτια κάτω. «Μπορείς!». Του κάνει αυτή και δεν ήξερε πού βρήκε το θάρρος! Έτσι άρχισε η μεταξύ τους σχέση. Με κείνη να τον βάζει να της διαβάζει στα διαλείμματα. Χωρίς σχόλια. Κι αυτόν να την κοιτάει με λατρεία όπως το πιστό σκυλί τον αφέντη του. Και ήταν τότε που παρατήρησε πως τα πόδια του μακριά, άλλης ηλικίας, δεν τον χωρούσαν στο θρανίο και εξέχοντας προς το πλάι, του έδιναν την εικόνα του κοψομεσιασμένου. Πόσο τον συμπονούσε! Και πόσο θλιβόταν όταν διαπίστωνε πως από αδιαφορία των άλλων  ήταν πια τόσο «ξεμεινεμένος». Σίγουρα θα μπορούσε να είναι λιγότερο!

Στο δάσκαλο όμως, σαν το πήρε χαμπάρι,  καθόλου δεν άρεσε αυτή η σχέση, ακόμη κι αν απέδιδε καρπούς. Και στην παραίνεση με θάρρος «κύριε, ξέρει να διαβάζει!», την έβαλε στη θέση της. Μάλιστα, φρόντισε να πληροφορήσει τους δικούς της για τις «ανάρμοστες παρέες της». Έτσι τα πάντα  ξαναπήραν την προηγούμενη πορεία τους. Γιατί αυτή, ήταν μόνο ένα ευγενικό μεν, αλλά μικρό κορίτσι. Κι αυτός ένας ξεμεινεμένος.

Τη μέρα που ο δάσκαλος διπλώθηκε περπατώντας πάνω στα πόδια του Γιώργα, που περίσσευαν από το θρανίο, θα την θυμάται πάντα. Γιατί έπεσε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Και τα παιδιά ξεκαρδίστηκαν. Και η οργή του που ξέσπασε πάνω στον «φταίχτη», λυσσασμένη! Ύστερα το παιδί-άντρας, ξεμαλλιασμένο, κόκκινο στα μούτρα, -κι όχι μόνο από τις σφαλιάρες-, σηκώθηκε ορθό, και πέταξε σάκα και τετράδια στο πάτωμα. Και για πρώτη φορά, κοιτώντας σαν ψοφίμι σκουληκιάρικο το δάσκαλο βροντοφώναξε: «Εγώ δεν ξαναπατάω εδώ!»

Και δεν τον ξανάδε.