Ο Μάρκες και ο έρωτας με αρσενικό τρόπο

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 06.03.18 ]

Ο έρωτας δεν έχει σχέση με τη λογική, αλλά με μία άλογη, μεταφυσική ανατροπή του Εγώ και της θέασης του κόσμου, έλεγε ο Γαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Ο έρωτας δεν επιδέχεται λογικό έλεγχο, και γι’ αυτό είναι μία μαγική, δηλαδή μεταφυσική κατάσταση. Γιατί ο έρωτας είναι «τρέλα», είναι μία θέωση, ένα… «ζώδιο στο ζωδιακό κύκλο», ένα ενθουσιαστικό, ευτυχισμένο παραλήρημα.

 Η ζωή χωρίς τον έρωτα, δεν είναι ζωή, αλλά μία νευρωτική προσομοίωση της ζωής. Κάνουμε ότι ερωτευόμαστε, παριστάνουμε τους ερωτευμένους, τακτοποιώντας τον «έρωτα» σε μία λογική τάξη και σ’ ένα από εκείνα τα «κουτάκια» όπου τοποθετούμε με καταναγκαστική εμμονή «το καθετί στη θέση του, κάθε υπόθεση στην ώρα της, κάθε λέξη στο ύφος της…».  

Ο Μάρκες, ή καλύτερα ο ενενηντάχρονος δημοσιογράφος-δάσκαλος του αφηγήματος «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» ανακαλύπτει το ρομαντισμό που είχε αποκηρύξει. Η δεκατετράχρονη κοιμώμενη παρθένα-πόρνη γίνεται η πριγκίπισσα των ονείρων του, η Ντελγαδίνα του, κατά το ανάλογο του ονειροπαρμένου έρωτα του Δον Κιχώτη που μεταμορφώνει μια χοντρή χωριάτισσα σε Δόνα του. Ο Μάρκες επαναλαμβάνει τον Θερβάντες που λέει ότι «Καλά κάνει όποιος αγαπάει πολύ. Και πως εκείνη η ψυχή είναι πιο λεύτερη που είναι πιότερο σκλαβωμένη στου έρωτα την πανάρχαια τυραννία». Και η ευτυχισμένη τυραννία συνίσταται στο γεγονός ότι ο ερωτευμένος εξαιτίας ακριβώς του έρωτά του αλλάζει ριζικά.

Κάποιος ερωτεύεται για πρώτη φορά στα ενενήντα χρόνια του και συνειδητοποιεί –άλλο δάνειο από τον Δον Κιχώτη(Θερβάντες)- πως «η ακατανίκητη δύναμη που κάνει τη Γη να γυρίζει δεν είναι οι ευτυχισμένοι έρωτες, αλλά όσοι συναντούν εμπόδια». Εδώ έχουμε την περίπτωση της άτοπης σχέσης –τον έρωτα για μια κοιμισμένη έφηβη πόρνη- που κλονίζει τα ερωτικά στερεότυπα της ζήλιας, της εγκατάλειψης και της ματαίωσης, καθώς γίνεται το «κυνήγι της εικόνας ενός ειδικού πόθου», όπως θα έλεγε ο Ρόλαν Μπαρτ. Γιατί εδώ ο έρωτας είναι άλαλος. Και όταν η μικρή πόρνη προσπαθεί να ψελλίσει κάτι, η φωνή της είναι παράταιρη σε σχέση με αυτό που ανέδινε το άλαλο πλην φλύαρο σε σημεία κορμί της, η γλώσσα ξεσκίζει την εικόνα.

«Η φωνή της είχε μια λαϊκή χροιά, σαν να μην ήταν δική της, αλλά κάποιου ξένου που βρισκόταν μέσα της. Κάθε σκιά αμφιβολίας εξαφανίστηκε τότε από την ψυχή μου: την προτιμούσα κοιμισμένη»! Η εικόνα που «φόρεσε» ο ερωτευμένος στο αντικείμενο του ερωτικού πόθου του εξαφανίστηκε. Αρκούσε το ηχόχρωμα της φωνής.

Η πραγματικότητα επέρχεται ως κεραυνός, το ερωτικό στερεότυπο μιας αρσενικής κουλτούρας αιώνων διασαλεύει τη φαντασιακή εικόνα. Ο καθρέφτης σπάει. Και τότε η φαλλοκρατική ζήλια ξεσπάει με τη φοβερή ύβρη: «Πουτάνα»!