Ο θάνατος της νοσταλγίας

[ Ειρήνη Παραδεισανού / Ελλάδα / 20.12.17 ]

Η κυριαρχία της εικόνας είναι ασύμβατη με αυτόν το μηχανισμό που λέγεται μνήμη.

Και σήμερα ζούμε τον θάνατο της νοσταλγίας.

Κυρίαρχη νοσταλγία. Η νοσταλγία για τα χρόνια της αθωότητας. Στα πρώτα σου παιδικά βιώματα. Προτού φορέσει η ψυχή σου τα ρούχα που την ντύσανε τα χρόνια που ήρθαν. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτήν τη νοσταλγία. Δεν μπορούν να κοιτάξουν αλλιώς. Δεν μπορούν γιατί η νοσταλγία τους ματώνει. Φωνάζει η ψυχή τους στο ψέμα. Εξεγείρεται με τον αυθορμητισμό του παιδιού που σε δείχνει με το δάχτυλο και σου λέει κατάμουτρα την πιο γυμνή αλήθεια. Απαλλαγμένη από συμβολισμούς. Ντυμένη με το παραμύθι.

 Και ήρθε η ηγεμονία της εικόνας. Που σκότωσε τη μαγεία της θύμησης. Γιατί να θυμηθείς όταν όλα είναι εκεί μπροστά σου; Γιατί να νοσταλγήσεις κάτι που δεν έχεις επίγνωση ότι έχασες;

 Εξηγούμαι.

 Δε λέω ότι δεν το έχασες.

 Λέω ότι ζεις με την ψευδαίσθηση ότι το κατέχεις. Μα είναι μόνο μια ψευδαίσθηση. Γιατί, όταν έχεις χάσει το ίδιο το άγγιγμα, την αίσθηση της αφής που άφηνε τα πράγματα μισά, όταν έχεις χάσει την επαφή με τον πόνο, όταν έχεις χάσει την ίδια σου τη γωνιά των πρώτων παιδικών σ ου χρόνων... πού να καταφύγεις;

 Και μιλώ για τη γωνιά κάτω από το ξύλινο τραπέζι που ήσουν για ώρες κουκουβισμένος σε μια ονειρική κατάσταση απραξίας. Με το βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, τα χέρια να κρέμονται παραιτημένα κι εσύ να συντονίζεσαι στη βοή του αίματος που κυλά στις φλέβες σου.

 Είναι αυτό το βλέμμα που έχουν τώρα μόνον οι απόκληροι, οι άνθρωποι που το σύστημα πέταξε σε μια γωνιά του δρόμου να ζητιανεύουν αγκαλιασμένοι με τον σκύλο τους ή να κοιμούνται στις χαρτόκουτες.

 Είναι αυτό το βλέμμα που έχουν ακόμη  οι άνθρωποι που τριγυρνούν αόρατοι, στιγματισμένοι, γιατί ζήτησαν μονάχα να ζήσουν μακριά από τη μέγγενη του χρόνου.

 Είναι αυτό το βλέμμα που σου φωνάζει. Κοίταξέ με.