Ο ενθουσιασμός χωρίς παιδεία γίνεται φανατισμός

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Κόσμος / 27.04.16 ]

Cristian Ruby

 Ο ενθουσιασμός

Δοκίμιο για το συναίσθημα στην πολιτική

 μετάφραση: Νικόλας Αλ. Σεβαστάκης, Scripta, 1999

Είναι ο ενθουσιασμός εμψυχωτής της πολιτικής λογικής ή στέκεται στο περιθώριο της ορθολογικής δράσης, μια αρνητική παρόρμηση που παραπέμπει στο ανεξέλεγκτο πάθος; Η εποχή μας, αμφιβάλλει και δυσπιστεί για τον ενθουσιασμό ατόμων και μαζών. Φοβάται την εισβολή του συναισθήματος στο πεδίο της πολιτικής ή την αναγάγει σε μια ανάγνωση με όρους παθολογίας. Αυτό το δοκίμιο ανατρέχει στον τρόπο με τον οποίο οι φιλόσοφοι προσέγγισαν την έννοια του ενθουσιασμού και αναλύει την καχυποψία γι' αυτό το θεμελιώδες συναίσθημα. Καταλήγει ότι μπορούμε να αποκαλύψουμε ενθουσιασμούς ικανούς να ορίσουν τόπους συνάντησης και να παράγουν νοήματα πολιτικής συνοχής.

Ο συγγραφέας του προτείνει μια θετική και σύγχρονη εκδοχή πολιτικού ενθουσιασμού, στον αντίποδα της απάθειας και του τυφλού φανατισμού. Με αυτόν τον τρόπο, ο Christian Ruby, διδάκτωρ φιλοσοφίας και συγγραφέας, βλέπει τον ενθουσιασμό ως ουσιαστικό στοιχείο της ενοποιημένης κοινότητας  απαραίτητο στους κουρασμένους πολίτες/ιδιώτες των φιλελεύθερων κοινωνίων. Θεωρεί τον ενθουσιασμό ως πολιτικό συναίσθημα σε αντιθετική σχέση με την απάθεια. Υποστηρίζει ότι ευνοεί τη συναίνεση για δράση και στηρίζει την ικανότητα του επινοείν στην πολιτική. Πρόκειται δηλαδή για μια δυνητική μορφή κοινωνικότητας. Επισκιάζει τις καθημερινές έγνοιες και το γκρίζο των συνηθισμένων ανθρώπινων σχέσεων. Εκδηλώνεται με τη μορφή μιας έκκλησης για αυθυπέρβαση και ωθεί στη λύση των προβλημάτων. Κινείται προς την κατεύθυνση της αμφισβήτησης και της εξέργεσης. Περικλείει την αποφασιστική ορμή μιας επιθυμίας για ολότητα. Ωθεί τους ανθρώπους στη συλλογική έξαρση ενώ μεταγγίζει τη ζωτικότητα για να ζήσουν με παραφορά. Συνδέεται με την αλλαγή του κόσμου και την κινητοποίηση των ανθρώπων, με τη συγκρότηση πολιτικής δράσης.

Στην ελληνική φιλοσοφία δανείζεται το πρόσωπο των Βακχών που έχουν καταληφθεί από τον Διόνυσο. Για τον Πλάτωνα, γράφει, μόνο ο έρωτας της αλήθειας, η «θεϊκή μανία», (Φαίδρος) αξίζει το επίθετο φιλοσοφικός. Άλλοτε δηλαδή είναι κίνδυνος κι άλλοτε θείο δώρο. Ο Βολταίρος κατηγορεί τις παροξύνσεις του ενθουσιασμού που οδηγούν στο φανατισμό, αν και θεωρεί τον λογικό ενθουσιασμό κτήμα των μεγάλων ποιητών. Ο Κοντορσέ ισχυρίζεται ότι ο ενθουσιασμός παραπέμπει στον σκοταδισμό και την αγριότητα. Για τους ρομαντικούς είναι ο νόμος της καρδιάς, κινητήρια δύναμη, που ανυψώνεται στο επίπεδο εκρηκτικής δύναμης. Για τον Χιουμ συμβάλλει στον καθορισμό μιας συναισθηματικής παρόρμησης ικανής να εμπλέξει το Εγώ σε σχέση με τον κόσμο, ένας τρόπος αμοιβαιότητας και αλληλεπίδρασης των ανθρώπων με βαση τη συμπάθεια. Η ανάλυση του ενθουσιασμού στον Καντ παραπέμπει στην αισθητική αλλά και στην πράξη και επικεντρώνεται στην ευαισθησία αποσυνδέοντας τον ενθουσιασμό από την παθολογία. Για τον Χέγκελ ο ρομαντικός ενθουσιασμός δεν στηρίζεται στον εξωτερικό κόσμο και παράγει λόγο με θρησκευτική απόχρωση ενώ ο πραγματικός ενθουσιασμός είναι το ενδιαφέρον προς δράση αλλά μπορεί να καταλήξει σε κοινότοπους πανηγυρισμούς.

 Για τον Ruby το διφορούμενο καθεστώς του ενθουσιασμού συναντάται στις επαναστατικές θεωρίες του 19ου αιώνα και κυρίως στα έργα του Μαρξ και Ένγκελς. Ανατέμνουν γράφει  τη σχέση μεταξύ συλλογικού ενθουσιασμού και δράσης αλλά δεν θεωρούν ότι ο ενθουσιασμός καθορίζει ένα σαφές πρόγραμμα, τη μεταστοιχείωση των συναισθημάτων σε θεσμό διάρκειας.

 Ο ενθουσιασμός αγγίζει εξίσου τους αγωνιστές και τους διανοούμενους και τις μάζες. Απεικονίζεται παραστατικά μεταξύ άλλων στις σκηνές από το θωρηκτό Ποτέμκιν. Ο συγγραφέας  συνδέει τον ενθουσιασμό με τον όρο της «ενεργούς πραγματικότητας» όταν οι αγωνιστές συμμετέχουν με έξαρση στην κοινή υπόθεση ενώ η πίστη στο αλάθητο του Κράτους ή του κόμματος μετατρέπει τον ενθουσιασμό σε εορτασμό κατά παραγγελία, εκφάνσεις του οποίου είναι οι γυμναστικές επιδείξεις, παρελάσεις, ρυθμικές πορείες. Συγχέεται δηλαδή η ανοικτότητα με την « καρικατούρα του προσχεδιασμένου εορτασμού της καθεστηκυίας τάξης». Το πλήθος επομένως προσανατολίζεται μέσα στη χαρά της συμμετοχής αλλά  εμπόδιο αποτελεί η εργαλειοποίησή του και η χειραγώγηση και γι αυτό δεν πρέπει να εγκλωβίζεται σε πολιτικές εξαναγκαστικής ενότητας. «Η πραγμοποίηση κατακερματίζει τη διαδικασία ενοποίησης προς όφελος μιας προσχώρησης στην κατεστημένη ενότητα», υποστηρίζει ο συγγραφέας, ενώ ο ενθουσιασμός ζωογονείται από την πολιτική κρίση.

Χωρίς περιεχόμενο ενδέχεται να γίνει πολιτικό εργαλείο του ολοκληρωτισμού. Για τον συγγραφέα χρειάζεται δυσπιστία έναντι των σειρήνων του ενθουσιασμού που προκαλούν οι ζηλωτισμοί και οι εθνικισμοί. Ο ενθουσιασμός λειτουργεί όταν υπηρετήσει το νόημα της προόδου και της κοινωνικής αλλαγής μακριά από τις παραπλανητικές χρήσεις του, όπως των μέσων ενημέρωσης, ή κάθε είδους φανατισμού. Πρέπει να μη συγχέουμε τον ενθουσιασμό με την έξαρση που δεν έχει δημιουργική δύναμη και να στραφούμε στον αληθινό «ιστορικό ενθουσιασμό» που λειτουργεί ως αντίδοτο στην κοινωνική δυστυχία, στην απόγνωση και την αθλιότητα και σχετίζεται με τη συλλογική επανορθωτική προσπάθεια. Οι εξάρσεις δεν έχουν σχέση με τον πολιτικό ενθουσιασμό: «Δεν πρέπει να ενδίδουμε ούτε στο φάντασμα μιας παγιωμένης τάξης ούτε στην έκσταση αυτών που βιώνουν την πολιτική με φαντασμαγορικό ενθουσιασμό». Ο ενθουσιασμός αποκαλύπτει τις καθημερινές αλλοτριώσεις και ευνοεί τη διάθεση για δράση, συνδέει δηλαδή την ατομική ύπαρξη με τις εμπειρίες της ιστορίας. Διεγείρει τη χαρά της συμμετοχής και την αντίσταση και συνδέει την πολιτική με το συναίσθημα ως απαραίτητο στοιχείο της.

Μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση της έννοιας του ενθουσιασμού καθώς εδώ δεν ταυτίζεται με το πάθος αλλά νοηματοδοτείται στο πεδίο της πολιτικής δράσης ως αντίσταση στην απάθεια και τη χρησιμοθηρία. Δεν νοείται ως μορφή  καταστροφής ούτε περιπαθούς έξαρσης. Αναγγέλει «την αρχή μιας σκοπιμότητας χωρίς σκοπό». Δεν αποκομίζει οφέλη αλλά στοχεύει στο «βέλτιον». Απαραίτητος όρος είναι η παιδεία γιατί χωρίς παιδεία είναι φανατισμός και ανεξέλεγκτο πάθος.