Ο δυο δραχμές

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 22.07.17 ]

Ο δεν τρώμε με άπλυτα τα χέρια, ο δεν παίρνουμε τίποτα από τα γυμνά χέρια των άλλων, η δεν χαϊδεύουμε πολύ το παιδί μήπως κατσιάσει, η δεν μπαίνουμε με γεμάτο το στομάχι στη θάλασσα, ο πήγαινε στο φαστφουντάδικο να φας άμα πεινάς, ο παίξε με το κινητό σου και άσε μας ήσυχους –δεν τους μάθαμε ποτέ.

Τα δικά μας καλοκαίρια, ο δυο δραχμές ο λουκουμάς. Με το ταψί πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι και το σπαστό τραπέζι από λουρί στον ώμο κρεμασμένο. Ο πάνω κάτω ολημερίς στων διαδρομών την παραλία. Τα δικά μας καλοκαίρια, ο γερο-Παντελής. Ο ξεπουλάμε ξεπουλάμε όποιος προλάβει τραγανοί ολόφρεσκοι λουκουμάδες! Και τα μάτια σου να στάζουν χρώματα κι ευωδίες.

Στο δεξί ποδάρι, εμφανώς κοντύτερο το άλλο,σαν φακίρης αποβραδίς. Γάλα, βούτυρο, λάδι, μαγιά, αλάτι, αλεύρι για όλες τις χρήσεις, βανίλιες, ζάχαρη, κανέλα. Λουκουμάδες χωρίς ραφή. Λουκουμάδες χωρίς τσέρκι. Χειροποίητοι. Μια μπάλα ολοστρόγγυλη όπως κι η ζωή μας. Να την πλαταίνεις ευρύχωρη με δίχως όρια όνειρα ξεκινώντας από το κέντρο προς τις άκρες του σύμπαντος. Μετά αργά αργά να πιέζεις φρέσκο μέλλον το ζυμάρι προς το κέντρο, να λεπτύνει και στο τέλος –πλαφ- να τρυπήσει.

Να τρίζει –χρατς χρατς- σαν παράπονο η ζάχαρη στα δόντια, να γλείφεις –γλουπ!- ένα ένα τα λερωμένα δάχτυλα της λαχτάρας, να μυρίζεις –αχ!- την κανέλα της πίστης, να προσφέρεις κι ένα αντίδωρο στην όμορφη ξαδέρφη που εκλιπαρεί από δίπλα μια μπουκιά αγάπης. Τίποτα να μην περισσεύει. Τίποτα.

Τα δικά μας καλοκαίρια. Ο δυο δραχμές ο λουκουμάς. Σα να ’ταν χτες.

Μου αρκεί που συνέβη. Μου αρκεί που τα πρωινά βρίσκω ακόμα ολόφρεσκους λουκουμάδες στο τραπέζι της κουζίνας και τα παιδιά μου τους καταβροχθίζουν. Τους αγοράζει η γυναίκα μου από τον φούρνο της γειτονιάς. Κι ας μην είναι χειροποίητοι. Κι ας είναι μικρότεροι. Κι ας μην είναι τόσο μυρωδάτοι όσο εκείνοι. Το ρόδινο χρώμα τους κοκκινίζει το μέλλον μας.