Ντρέπομαι, άρα υπάρχω...

[ Παναγιώτα Ψυχογιού / Ελλάδα / 14.11.17 ]

 

Για τον  Φρόυντ  το συναίσθημα της ντροπής αποτελεί δείκτη ανθρωποποίησης και σχετίζεται με τη δημιουργία του πολιτισμού. Η ντροπή αφορά το ίδιο το Είναι του υποκειμένου σε σχέση του με τον εαυτό του και τον Άλλον, δημιουργείται πάντα κάτω από το βλέμμα του «Άλλου». Ο Σάρτρ λέει: «Αναγνωρίζω ότι είμαι όπως με βλέπει ό άλλος». Οι σχέσεις μας λέει ο φιλόσοφος είναι ανταγωνιστικές. Ο άλλος καθίσταται υποχείριο των διαθέσεών μας και καταλαμβάνεται από το αίσθημα της ντροπής. Η αντίδραση του ανθρώπου που θίχτηκε η συνείδησή του είναι να προσπαθήσει να φέρει εμάς στη θέση τη δική του και να μας καταστήσει αντικείμενο της δικής του συνείδησης. Για τους χριστιανούς, η ντροπή ή επί το ελληνικότερον η αιδώς και  η αισχύνη είναι ένα δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο που τον αποτρέπει από την αμαρτία.

Γενικότερα είναι αποτέλεσμα μιας διυποκειμενικής διαδικασίας στο πεδίο του Είναι. Γι αυτό ο Λακάν χρησιμοποίησε το όρο «Hontologie» συνενώνοντας τη λέξη honte, που στα γαλλικά σημαίνει ντροπή, με το φιλοσοφικό όρο «ontologie», που σημαίνει οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος. Η ντροπή, λοιπόν, είναι ένα  κοινωνικό συναίσθημα που πηγάζει από την αίσθηση ότι μας βλέπουν και συνδέεται άμεσα με το περιφρονητικό βλέμμα των άλλων, είτε γιατί όντως μας βλέπουν αρνητικά είτε γιατί εμείς το φανταζόμαστε. Μοιάζει πολύ με την ενοχή αλλά η ενοχή προέρχεται από την αίσθηση της παραβίασης ενώ η ντροπή είναι σύγκρουση του εγώ με το υπερεγώ. Και τα δύο, όμως, είναι ιδιαίτερα δυσάρεστα συναισθήματα και χρησιμοποιήθηκαν δυστυχώς ως παιδαγωγικά «εργαλεία», με άσχημα πολύ συχνά αποτελέσματα. Ο  θεσμός της οικογένειας -και του σχολείου- έκανε χρήση των συναισθημάτων αυτών ως μέσο για να επιβάλλει την εξουσία στα μέλη της.

Οι αρχαίες ελληνικές κοινωνίες, σύμφωνα με τον W.R. Dodds (Οι  Έλληνες και το παράλογο) διαχωρίζονται σε κοινωνίες της ντροπής και κοινωνίες της ενοχής. Η κοινωνία του Ομήρου, αναφέρει, είναι κοινωνία της ντροπής, αφού οι ομηρικοί ήρωες θεωρούν ως ύψιστο αγαθό την απόλαυση της τιμής και της δημόσιας εκτίμησης και όχι την συνείδηση. Οι κοινωνίες της ενοχής, γράφει ο Dodds, εμφανίζονται στην ύστερη αρχαιότητα, όταν η άτη μεταμορφώνεται σε τιμωρία και οι Ερινύες σε όργανα εκδίκησης. Στο βιβλίο του Αιδώς και Ανάγκη (ατομική βούληση, πράξη και ευθύνη στην αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια), ο Bernard Williams, τονίζει τη σημασία της αιδούς (της ντροπής) ως  βάσης κοινωνικών δεσμών. Η ντροπή θεωρεί ότι συνέχει μια κοινότητα ανθρώπων και ταυτόχρονα είναι δηλωτική όσων συγκροτούν μία ταυτότητα. Αναλύει και παραθέτει αποσπάσματα από έργα του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και του Αισχύλου και του Ομήρου για να καταλήξει ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι ένας πολιτισμός της αιδούς (εξωγενής και ενδογενής ντροπή- η εξωγενής ντροπή οφείλεται περισσότερο σε κοινωνικές συμβάσεις ενώ η ενδογενής ντροπή σχετίζεται περισσότερο με το ποιοι είμαστε).

Στη μεταπολεμική Οδύσσεια ξένοι, ικέτες και επαίτες, χαρακτηρίζονται «αἰδοῖοι», δηλαδή αυτοί  που αξίζουν τη φιλία και τον σεβασμό των άλλων. Η αἰδώς αποτελεί θεμελιώδη αρχή συμπεριφοράς στα δύο ομηρικά έπη. Γι᾽ αυτό και μερικοί μελετητές των επών υποστηρίζουν ότι η κοινωνία που περιγράφεται στον  Όμηρο διαθέτει κατεξοχήν τα χαρακτηριστικά του «πολιτισμού της ντροπής». Ο χαρακτηρισμός αυτός αναφέρεται σε διάκριση προς τον «πολιτισμό της ενοχής» των επόμενων αιώνων, όπου ο άνθρωπος έχει εσωτερικεύσει τις εντολές της κοινωνίας. Ο Dodss υποστηρίζει ότι τα πρόσωπα στα ομηρικά έπη, ως μέλη μιας πρωτόγονης, κατά κάποιον τρόπο, κοινωνίας, δεν διαθέτουν προσωπική συνείδηση για τις πράξεις τους και υπακούνε τυφλά στις εντολές της κοινότητάς τους. Ο B. Williams διαφωνεί με τον Dodds και με τους υπέρμαχους της εξέλιξης και του προοδευτισμού. Η ομηρική ντροπή, υποστηρίζει, δεν σχετίζεται μόνο με τις προκαταλήψεις της κοινότητας. Υπάρχει και η ντροπή απέναντι στο φανταστικό βλέμμα ενός φανταστικού άλλου. Η κοινωνία του Ομήρου, υποστηρίζει, δεν είναι μόνο κοινωνία της ντροπής, όπου το συναίσθημα συνδέεται με την όραση, αλλά και της ενοχής που έχει τις ρίζες της στην ακοή.

Για τον Agamben, η ντροπή αποτελεί την κρυφή δομή της υποκειμενικότητας και της συνείδησης. Αναφέρεται στην ντροπή του επιζήσαντα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως συναίσθημα που παράγεται από την απόλυτη σύμπτωση υποκειμενοποίησης και αποϋποκειμενοποίησης, αυτοαπώλειας και αυτοκατοχής, δουλείας και κυριαρχίας. («Αυτό που μένει από το Άουσβιτς», εκδ. εξάρχεια). Υποστασιοποιείται στη σιωπή των «μουσουλμάνων», που ήταν αυτοί που μέσα στο στρατόπεδο είχαν εγκαταλείψει σταδιακά κάθε ελπίδα, είχαν εγκαταλειφθεί από όλους και δεν διέθεταν κανένα εμφανές συνειδησιακό πλαίσιο.  Ήταν δηλαδή περιφερόμενα πτώματα. Αντλεί τη θεωρητική επεξεργασία της ντροπής από το έργο του Emmanuel Levinas, ο οποίος συνδέει την ντροπή με το προσωπικό (Ο Levinas θεωρεί ότι η ντροπή δεν προέρχεται από τη συνείδηση κάποιας ατέλειας ή από κάποια έλλειψη αλλά αυτό που προκαλεί ντροπή είναι η  παρουσία του εαυτού μας).  Προσεγγίζοντας τα συναισθήματα της ντροπής και της ενοχής στο πλαίσιο της βιοπολιτικής εξουσίας, ο Λέβι επίσης αναφέρεται στα αισθήματα ντροπής και/ή ενοχής συνδέοντάς τα με την ελευθερία και τη συνειδητοποίηση της ταπείνωσης που είχαν υποστεί οι κρατούμενοι( Πρίμο Λέβι, Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, Αθήνα, Άγρα 2000).

Ο Μπένγιαμιν τη συνδέει με τη φτώχεια και την εξέγερση Η φτώχεια δεν είναι ντροπή», γράφει, «Ωστόσο τον φτωχό τον ντροπιάζουν. Το κάνουν, και τον παρηγορούν μ’ αυτή τη φρασούλα. Είναι απ’ αυτές που κάποτε μπορούσε κανείς να τις παραδεχτεί, που όμως η ημερομηνία λήξης τους έχει φθάσει προ πολλού. Όπως κι εκείνο το βάναυσο «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω».  Όταν υπήρχε δουλειά που έτρεφε τον άνθρωπό της, υπήρχε και φτώχεια που δεν τον ντρόπιαζε, αν οφειλόταν σε καμιάν αναπηρία ή σε κάποιο άλλο θέλημα της μοίρας. Αυτή η ανέχεια όμως μες στην οποία γεννιούνται εκατομμύρια, και μπλέκουν εκατοντάδες χιλιάδες που φτωχαίνουν, ντροπιάζει{..}  Όμως κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να συνάψει ειρήνη με τη φτώχεια, όταν πέφτει σαν ίσκιος τεράστιος πάνω στο σπίτι και στο λαό του. Τότε πρέπει να διατηρήσει τις αισθήσεις του άγρυπνες για κάθε ταπείνωση που υφίσταται, και να τις κρατά σε πειθαρχία μέχρι που ο πόνος του να πάψει να παίρνει τον κατήφορο της θλίψης, και να διανοίξει ανηφορικά το δρόμο της εξέγερσης». Η ντροπή τέλος, σύμφωνα με τον Λακάν, αποτελεί  προϊόν ενός καπιταλιστικού λόγου. Ενεργοποιεί  την πράξη εξέγερσης και αποδεικνύει ότι το υποκείμενο υπάρχει. Αποδεικνύει την ύπαρξη του υποκειμένου: Ντρέπομαι, άρα υπάρχω. Μπορούμε ίσως να πούμε ότι  συγκροτεί την ταυτότητα  αλλά είναι παράλληλα η στιγμή της απόγνωσης, κατά την οποία ο άνθρωπος υποβιβάζεται στην οντολογία του ή, για να χρησιμοποιήσουμε τον νεολογισμό του Λακάν, στην «ντροπολογία» (hontologie) του, σε αυτό που ο Mερλώ-Ποντύ χαρακτήριζε  «οντολογική καταστροφή».