Ντελίλο: Και η Κοσμόπολη έχει την κερκόπορτά της

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 01.03.16 ]

Τους βλέπω αγέρωχους και υπομειδιώντες να επανέρχονται προκειμένου να κατηχήσουν εκ νέου το δάσος, αυτοί που δεν άφησαν δέντρο για δέντρο όρθιο. Πάντα το ίδιο εγωπαθές χαμόγελο, όπως όλων  των Her Omnes, (των Κυρίων Όλος ο Κόσμος), όπως αποκαλούσε ο Φρ. Κάφκα τα τεράστια Εγώ, τα κοσμο-εγώ. Γι’ αυτά μιλάει και ο Ντον ΝτεΛίλλο (στο μυθιστόρημα: Κοσμόπολις, εκδόσεις Εστία), που όπως έμαθα με μεγάλη χαρά θα έρθει στην Αθήνα σε λίγες  μέρες.

Στην απαστράπτουσα «Κοσμόπολη» ο  Έρικ, ο πολυεκατομμυριούχος χρηματιστής ανήκει στη φυλή των Her Omnes: «Με το θάνατό του Δε θα τελείωνε ο ίδιος. Θα τελείωνε ο κόσμος»! Το Εγώ ίσον ο κόσμος, ο κόσμος ίσον Εγώ. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που μία ανάσα τους μπορεί να κλονίσει την οικονομία. Εκείνοι που όντας ταυτισμένοι με τον κόσμο δεν έχουν τρόπο να βγουν έξω από το Εγώ τους, δεν έχουν τόπο για να τον δουν από απόσταση, να γνωρίσουν ποιοι είναι. Η συνείδηση και το αυτοσυνείδητο άτομο δεν υφίστανται. Μόνο τεράστια κελύφη από ακόρεστα Εγώ, που ότι κι αν κατασπαράζουν παραμένουν αδειανά. Είναι οι νεαροί-θρύλοι με την ακατάβλητη θέληση, οι έξυπνοι που έχουν ανατραφεί από λύκους. Θρησκεία τους η «πληροφόρηση», αυτή είναι η ομορφιά και το νόημα της ζωής τους. Τα data, τα δεδομένα είναι τα μόνα που έχουν ψυχή. Όλα είναι μετατρέψιμα σε κυματιστές αράδες πληροφοριών. Το σώμα, η ψυχή, ο άνθρωπος, όλα συρρικνώνονται σε μία δομή πληροφοριών. Το παν είναι η σκέψη, το παιγνίδι με τη σκέψη, η σκέψη έξω από τα όρια, η επίθεση στα όρια της αντιληπτικής ικανότητας, η σπέκουλα στο κενό, το παιγνίδι στο κενό, το συνειδητό πέταγμα του Ίκαρου και η συνειδητή χαρά της πτώσης. Από τη μια το ζην επικινδύνως του υπερμανιακού χρηματιστή, η φυλή των πολιτών του κόσμου με «ένα ζευγάρι αρχίδια Νέας Υόρκης» ή Κολωνακίου κατά την εγχώρια προτίμηση.

Στην άλλη όχθη, βρίσκεται το Εγώ των «κάτω», του άνεργου Μπέννο Λέβιν. Αυτός είναι ένας νέος άντρας που δεν υπήρξε ποτέ παιδί (ακριβώς όπως ο «υπέροχος Γκάτσμπι» του Φιτζέραλντ), που έχει ακόμη αντιστάσεις, εκδηλωμένες με τον κορεατικό πυρετό, ή τον πολιτιστικό πανικό του διαδικτύου. Το Εγώ εδώ βιώνει την απόλυτη μοναξιά του απορριπτέου, δηλαδή του απολυμένου, και του απορρίμματος, του άχρηστου, αυτού που όχι μόνο δεν έχει κάποιον να τον αγαπήσει, αλλά δεν έχει και κανέναν να αγαπήσει γατί «δεν έχει απομείνει κανένας». Ο Μπέννο ήταν «ένα ασήμαντο τεχνικό στοιχείο, ένα τεχνικό γεγονός, που αντικαταστάθηκε με ένα πιο αποδοτικό «τσιπ», δηλαδή απολύθηκε και μάλιστα εθελουσίως, χωρίς καμία αποζημίωση. Έχει κι αυτός Εγώ, αλλά είναι χωρίς δουλειά, «ρέστος» και ατσίγαρος, δηλαδή αποστερημένος από τις κοινά αναγνωρισμένες πλευρές του Εγώ του, συμβολικά νεκρός. Κι όμως θέλει να αφηγηθεί τη ζωή του, θέλει να την πει, να τη γράψει, ουσιαστικά να ανασυστήσει το θρυμματισμένο Εγώ του μέσω της δημιουργίας, με τη μετουσίωση της βιο-ιστορίας του σε τέχνη. Το φαντασιακό ενεργοποιείται, αλλά αποτυγχάνει. Η φαντασία, αυτό που είναι το «υποκείμενο τονούμενο» δεν υπάρχει. Τότε παραληρεί, παθαίνει «σούστο», δηλαδή απώλεια ψυχής (που το έπαθε από το διαδίκτυο ομοίως), χάνει την οικογένειά του, αλλά το μόνο που καταφέρνει να βρει για παρηγοριά, για να σπάσει τη μοναξιά του είναι «κάτι να μισεί», όπως ο ξένος του Καμύ. Θέλει να σκοτώσει για να αξίζει κάτι και η δική του ζωή. Μόνο στο θάνατο μπορεί, τελικά, να δει το πρόσωπό του. Στο θάνατο του άλλου, γιατί ο δικός του έχει ήδη επισυμβεί.

Και τους δύο κόσμους, του Έρικ και του Μπέννο, τους ενώνει ο ίδιος θεός, η νέα τεχνολογία, η ρομποτική, τα data, η ίδια δικτατορία, το ίδιο καταπιεστικό μέλλον, η ίδια ανάγκη για τροφοδοσία του ακόρεστου Εγώ. Αλλά τους χωρίζει η αυτάρκεια του ενός (Έρικ), η απουσία τύψεων, η τεράστια φιλοδοξία, η περιφρόνηση για τον άλλο. Ακόμη και στην αυτοκαταστροφή του ο Κύριος Όλος ο Κόσμος θέλει να «επιτύχει» περισσότερο από τον ήδη αποτυχημένο, να χάσει περισσότερα, όπως στο αρχαίο πότλατς, όπου αυτός που χάριζε τα περισσότερα ήταν ο πιο ισχυρός. Γι’ αυτό δεν αυτοκτονεί, αλλά προκαλεί το φόνο του. 

Η κουλτούρα της αγοράς είναι εδώ και είναι ολοκληρωτική. Ακόμα και όταν κάποιοι αντιστέκονται στο τέλος κι αυτοί ενσωματώνονται. Γιατί το σύστημα έχει ανάγκη από τους άντρες και τις γυναίκες που το περιφρονούν καθώς μέσα από την αντίστασή τους αναζωογονείται και διαιωνίζεται. Αλλά να, ένα αγόρι στα 15 του δολοφονείται και η αγορά ακυρώνεται. Ο θάνατος ακυρώνει κάθε εξουσία και «μέσα από τον πόνο» δίνει στους ευαίσθητους (ευήκοους) την «αμετάφραστη γνώση του εαυτού τους». Και τότε μόνο το σύστημα ρηγματώνεται…