Μίλα μου!

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 26.05.17 ]

 Η μαμά φτιάχνει μελομακάρονα. Φτιάχνει και κουραμπιέδες. Μ’ αρέσει να τρυπώνω στο εργαστήριό της και να χιονίζομαι με τη λευκή την άχνη. Μόνο εγώ μπορώ να μπαίνω στο μαγικό δωμάτιο του μαγαζιού. Τα αδέλφια μου μικρά, τα μαλώνω και νιώθω ξεχωριστή. Η μαμά φορά άσπρη μακριά ποδιά και άσπρο σκούφο, ίδιο χρώμα τα γάντια και τα σαμπό. Μοιάζει με λευκοφόρο άγγελο που φέρνει το χαρμόσυνο άγγελμα. Ο μπαμπάς είναι καλά. Χαιρετίσματα σου στέλνει. Και τα δάκρυά της ευωδιαστά αρώματα ραντίζουν τα γλυκίσματα.

Σήμερα ετοιμάζει τη γενέθλια τούρτα του μπαμπά, με φράουλα για την Έλλη, σοκολάτα για τον Μάνο. Τα χέρια της δουλεύουν σαν του ταχυδακτυλουργού, τη στιγμή που το τηλέφωνο χτυπά θυμωμένα. Ξέρει τι θ’ ακούσει άμα το σηκώσει. Αντιστέκεται. H βαριά φωνή που στεγνά ζητά να ξοφλήσει την πιστωτική. Κι η Τράπεζα δεν είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα. Κι η υπομονή έχει εξαντληθεί. Και θα κινηθούν δικαστικώς. Θα το χάσει το μαγαζί άμα δεν λογικευτεί. Άμα δεν.

Δεν. Στο τέλος, βγάζει την άσπρη την ποδιά και το σηκώνει. Με λαχτάρα τη φωνή ακούει. Κάθε μέρα την ακούει. Την περιμένει. Μίλα μου, του λέει. Μίλα μου. Θέλω να σ’ ακούω. Μίλα μου! Και η βαριά φωνή φουρκίζεται. Αύριο, της λέει. Μέχρι αύριο η διορία. Ούτε μέρα παραπάνω.

Όχι, η μαμά μου είναι ευγενική. Είναι καλή γυναίκα. Όχι σαν την άλλη που καταράστηκε τον μπαμπά μου, να μη σώσεις παλιάνθρωπε, έτσι του είπε εκείνη, έτσι μας είπεκι εκείνος τρομαγμένος, όταν εκτελώντας άνωθεν εντολές της εισπρακτικής εταιρείας στην οποία εργαζόταν, πίεζε να εξοφληθεί το στεγαστικό. Και ο μπαμπάς δεν έσωσε να σβήσει τα σαράνταπέντε κεράκια. Έσβησε μια λευκή νύχτα στο νοσοκομείο.