Λέξεις συλλέγω

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 25.10.22 ]

Τις πιο άνεργες μέρες μου στα σούπερ μάρκετ τριγυρνώ. Λέξεις σε τιμή ευκαιρίας συλλέγω και μια νέα γραμματική επινοώ, απαλλαγμένη από τη ναφθαλίνη του μπαούλου. Κι ύστερα, τα πράγματα απ’ την αρχή βαπτίζω. Βουτιά με το κεφάλι προς τα κάτω.

Εδώ ας σταθώ.

Τα πράγματα έχουν την πιο ακριβή μνήμη, λένε. Βλέπω, ας πούμε, ένα πακέτο «φρυγανιές» στον μεσαίο διάδρομο. Στο βάθος αριστερά. Αλεύρι σε ονομάζω, εις το όνομα της Αλήθειας, της Μνήμης και του Χώματος που πατώ. Στο καρότσι το βάζω και θέση τού αλλάζω. Στη στιγμή, το ράφι ζεστά ψωμάκια γεμίζει.

Στον δεύτερο όροφο σταματώ. Σκύβω και διαβάζω: «Παρθένο Ελαιόλαδο». Κι όμως αισθάνομαι ότι είναι ελιά. Κλείνω τα μάτια και στον θεό των λέξεων προσεύχομαι. Τα ξανανοίγω. Μια αρχαία ελιά φυτρώνει στο δάπεδο. Στο φύλλωμά της τζιτζίκια άριες τραγουδούν. Σαν κλάμα βουβό. Από τη σκοτεινή κουφάλα της απάτριδες και προσφυγάκια ξεπηδούν με κότινο στο κεφάλι.

Τα πορτοκάλια ήλιους τους βλέπω και γύρω τους μάτια-δορυφόροι περιστρέφονται. Οι σκούπες χεριαγκαλιές βαπτίζονται.

Η ώρα περνά. Σε λίγο το πορτοκάλι θα δύσει θριαμβικά. Ώρα να φύγω. Ελέγχω το καρότσι και τις ενθυμήσεις μου. Οι λέξεις που χρειάζομαι όλες εδώ. Με αίμα και δάκρυα μπολιασμένες και από τα όργανα ακριβείας γεωδαιτημένες. Στο μηχάνημα τις σκανάρω και την τιμή τους καθορίζω. Μία μία με επιμέλεια από τους τριβόλους καθαρίζω. Κι αν κάποια πληθωρισμένη ή νοθευμένη παρ’ ελπίδα συναντήσω –το κόκκινο πανί μου-, μάταιη και κούφια να κουδουνίζει σαν κύμβαλο αλαλάζον ή πόζες όλο αυταρέσκεια να παίρνει σαν ξεδιάντροπος μαστροπός, στις τοξικές ουσίες την καταχωρώ και με το σύμβολο της νεκροκεφαλής ανεξίτηλα τη σφραγίζω. Τους χρόνους, πλην του ενεστώτα, στο καλάθι των αχρήστων ρίχνω. Το «λευκό» και το «μαύρο» στον κάδο ανακύκλωσης οδηγώ. Την προστακτική καταργώ και τη δυνητική ευκτική επαναφέρω. Το «αντί» γίνεται «συν» και η «Αντιγόνη» «Συγγόνη». Τα επιφωνήματα χάνουν το «επί» και τη μιλιά τους. Οι ταμπέλες «πατέρας», «μητέρα», «δάσκαλος» εφεξής αποκαθηλώνονται από τη μαρκίζα του μυαλού μου.  Μανόλης,  Μαρία, και Απόστολος λέω. Χωρίς άρθρα και γένη τούτη τη φορά, το σύμπαν, που αενάως με κυοφορεί, κοσμογονείται.

Στον πάγκο με τον πάγο ιχθυοπώλης «φρέσκο ψαράκι» διαλαλεί. Παγώνω. Ο μεγάλος αδελφός του πατέρα μου, στρατεύσιμος του Α’ Τάγματος Σκαπανέων στη Μακρόνησο, «ψαράκι» μια νύχτα έκανε και γλύτωσε. «Ψαράκι» λέγανε τη βουτιά κάποιων κρατουμένων με το κεφάλι στους βράχους.

Εδώ ας σταθώ.

Τα πράγματα, λένε, έχουν την πιο ακριβή μνήμη. Όπως η λύπη η πιο βαθιά στο σώμα των καταραμένων ποιητών. Όπως ο βράχος που αντιστέκεται στη χτενισιά της θάλασσας.

25-10-2017