Κανένας καθαρός

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 08.11.17 ]

(συνέντευξη)

 

Στο σφαγείο πουλάνε ακόμα μπαλτάδες. Γκογκγκογκ!

Θα τα γράψεις όλα! Ακούς;

 

Με λένε Άλεν. Γεννήθηκα στη Βοσνία. Μπάσταρδος γόνος γέννας βίαιης.

Μπαλτάδες οι λέξεις.

«Πουστιά, φίλε, μεγάλη πουστιά να μην έχεις καθαρό αίμα.»

Έτσι λένε εδώ τριγύρω –Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Μακεδόνες, Σέρβοι.

«Εδώ είναι Βαλκάνια. Και το αίμα είναι αίμα. Και το αίμα, η ταυτότητά μας.»

Σκατά. Όποιος για αίμα μιλά, δεν ξέρει τι του γίνεται.

Και οι λέξεις μου από αίμα κι αυτές. Σας γαμάω. Σας γαμάω με τις λέξεις μου.

Τα παιδιά στο σχολείο φώναζαν ρυθμικά το όνομά μου: Μπά-στα-ρδε μπι-νέ, που-τά-νας γιε.

Οι λέξεις – κσσσυράφια, σε κσσσεσκίζουν. Τα σπλάχνα σου σσσκίζουν.

Να κσσσεπλύνω από πάνω μου τη βρομιά του καλού παιδιού.

Για όλες τις ιστορίες υπάρχουν πολλές εκδοχές, θα πεις.

Τη δικιά μου θα σ’ την πω από δεύτερο χέρι.

 

Γιος μουσουλμάνας, γιος κανενός. Το ’πιασες;

Καθαροί δεν υπάρχουν. Δείξε μου έναν εσύ. Μπορείς; Σου λέω, δείξε μου! Έναν!

Δείξε μου, αν μπορείς.

Ακόμα;

Ένας γαμημένος μουσουλμάνος. Στη μούρη μου χύσανε το μίσος τους. Κι ακόμα χύνουν.

Σε ποια πατρίδα να γυρίσω; Μπάσταρδος είμαι παντού. Αίμα βρόμικο, λένε. Πουθενά δεν ανήκω.

Σε ποιον Θεό πιστεύω; Πολύπλοκο αυτό.

Σφίγγω τις γροθιές μου, βάζω και την μαύρη την κουκούλα και γίνομαι αόρατος.

Φοβάμαι.

Φοβάμαι τον προαιώνιο φόβο.

Μίασμα. Ενθύμιο πολέμου. Άνομου. Παράνομου.

Λαθραίος κυκλοφορώ στα όνειρά σας, υγειονομική απειλή στις αρτηρίες της πόλης.

Μήτρα σφραγισμένη για πάντα στο μέλλον, μ’ ακούς; Απ’ τα Βαλκάνια σε κράζω!

Ελπίζω.

Ελπίζω ο φόβος ν’ αλλάξει στρατόπεδο.

Κάποτε. Ν’ αλλάξει.

Ο φόβος. Δίχως τον Άλλον. Δίχως Ε-σύ.

Και τότε θα δούνε.

Μέχρι τότε τη βρίσκω μοναχός μου.

Άνθρωπο δε θέλω να δω.

Γαμιέμαι – γράφω – πίνω - αντιστέκομαι.

Ζω.

Μόνος.

Στον ανάποδο καιρό μας.

Σκλήθρο στη φτέρνα σας.

Λειχήνα στο μάγουλό σας.

Θανατηφόρος ιός στο αίμα σας.

 

Σε σένα μιλάω. Σε σένα.

Χθες το βράδυ σε κουβαλήσανε στα επείγοντα.

Στα σύνορα σε βρήκανε; απ’ τη θάλασσα σε ψαρέψανε; δεν ξέρω.

Ξυλιασμένο. Κανείς δεν σε ζήτησε. Κανείς. Αόρατος, φίλε. Αόρατος. Υπήκοος του Πουθενά. Χωρίς πατρίδα. Χωρίς εθνικό εαυτό. Χωρίς υπηκοότητα. Με στραγγισμένο το αίμα, το μαύρο σου αίμα.

Το δικό μου τώρα κολυμπά στις αρτηρίες σου. Τ’ ακούς;

Αφρικανός με αίμα Βαλκάνιο.

Εγώ θα σε ξεσκατίσω, θα σε καθαρίσω, τις πληγές σου με τη γλώσσα θα γλείψω.

Μπάσταρδο αίμα, γέννας βίαιης κι Ε-σύ.

 

Όχι, «ποτέ ξανά» δεν υπάρχει.

Ο κύκλος δεν κλείνει.

Κανένας καθαρός. Κανένας.

Πολλοί ο καθένας κι ο καθένας πολλοί.

Εσύ κ’ εγώ, σκυλάραπα. Δίδυμε αδελφέ μου.

Τότε θα σπάσουν τα φράγματα.

Ώς τότε…

Στο σφαγείο πουλάνε μπαλτάδες.

Ακούς;

Γκογκγκογκ!