Η πικρή καρδιά της πόλης

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 28.09.16 ]

Τι όμορφη που είναι η πόλη! Και δεν εννοώ κάποια συγκεκριμένη. Εννοώ αυτό το πανέμορφο και αναδυόμενο, από κάθε λογής ασχημίες είδος οικιστικής, πολιτιστικής, οικονομικής και εν τέλει κοινωνικής και ιστορικής σύμπλευσης που ονομάζεται «πόλη». Να βγαίνεις αργά και να μυρίζεις το χνώτο από τα όνειρά της, να ανασαίνεις το μπαρούτι των ονείρων της. Να βγαίνεις πρωί και να είναι σα να βγαίνεις από τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου. Από εκείνο το μακρινό «όχι δεν θα ’ρθω μαζί σου», καθώς προχωράς μέσα στην πόλη των ανθρώπων που ντύνονται τη ζωή τους και περνούν στο απέναντι πεζοδρόμιο μιας αγωνίας που διαρκώς τη ρημάζουν και που διαρκώς ανασταίνεται. Γιατί η πόλη είναι εδώ. Και είναι απροσμάχητη για τους ανθρώπους της. Σα να αναδύεται από κάποιο είδος μακρινής οιμωγής και σα να ξεχειλίζει από σπουδαία σπίτια που κατερειπώθηκαν από μια σπάταλη καθημερινότητα, μπροστά στα μάτια σου.

Τη λατρεύω την πόλη γιατί είναι ένα ιερό τέρας  που όλα τα περιλαμβάνει  κατατρώγοντας την καρδιά της. Έτσι ζει η πόλη και έτσι οργανώνει όλες τις ελπίδες και όλες της τις απελπισίες: κατατρώγοντας την καρδιά της, όπως το τέρας μέσα στο ποίημα του Στήβεν Κρέην που τρώει την καρδιά του για να μην πεθάνει από ασιτία της ύπαρξης. Κι όταν ρωτήσεις το τέρας, όταν ρωτήσεις την πόλη, πως είναι η γεύση της καρδιάς εκείνο (εκείνη) σου απαντάει: «Πικρή, πολύ πικρή». Κι αν ξαναρωτήσεις, «Τότε γιατί την τρως», το τέρας – πόλη θα σου αποκαλύψει την πεμπτουσία της αλήθειας που όλοι γνωρίζουν και όλοι φοβούνται να ψελλίσουν: «Γιατί είναι πικρή, γιατί είναι η καρδιά μου».

Γι’ αυτό αγαπώ την πόλη. Γιατί δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να τρώει την πικρή καρδιά της. Χωρίς να κατασπαράζει τον λυγμό και τον ολολυγμό στα υπόγεια της κάτω μέρας και της κάτω νύχτας. Διαφορετικά η πόλη δεν υπάρχει. Υπάρχει ο άπολις εχθρός που την δείχνει με το δάχτυλο, που την μέμφεται και την χλευάζει για να μπορεί να κλέβει το χρυσάφι που τρέχει στους υπονόμους της. Ίσως γι’ αυτό ο Ηλίας Πετρόπουλος που πολύ αγάπησε το μέγα γεύμα της πικρής καρδιάς, να ζήτησε να σκορπιστούν οι στάχτες του στους υπονόμους του Παρισιού. Έτσι αγαπώ κι εγώ την πόλη. Αυτό το μέγα γεγονός το ανοχύρωτο που είναι χτισμένο πάνω στις στάχτες των ποιητών: φαντάσου λίγο αυτό το πεινασμένο άπειρο, όπου γης. Φαντάσου αυτό το αριστούργημα. Φαντάσου τον τόπο και το τοπίο της ιστορίας όπου το σύμπαν συναντά συνέχεια τα ενδεχόμενά του: στον άνθρωπο που περπατάει αφηρημένος, στον εχθρό πολίτη, στον άνθρωπο που κλαίει σκουπίζοντας τα δάκρυα στο μέσα μέρος της πραγματικότητας λίγο πριν γίνουν στάχτη και τα δάκρυα και η πραγματικότητα. Φαντάσου το «Φεγγάρι στον υπόνομο» και τις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Τις γειτονιές των αθώων, τις γειτονιές των κυνηγημένων, τις χαλύβδινες κλειστές πόρτες, τους ανθρώπους που έσπασαν τα παιχνίδια των παιδιών και τα ’διωξαν. Ακόμα και γι’ αυτό αγαπώ την πόλη: γιατί έχει πολλά παιδιά να θυμηθεί. Παιδιά που δεν γυρίσανε ποτέ. Και ούτε θα γυρίσουν. Αυτή την μαύρη πέτρα που την ρίξανε στο τέρας καθώς έτρωγε την καρδιά του, την μαύρη πέτρα που την έριξαν πίσω τους τα μαύρα παιδιά, αυτή την πέτρα την αγαπώ πιο πολύ απ’ όλα όσα είναι η πόλη. Γιατί είναι πέτρα λιθοβολισμού των αναμάρτητων. Γιατί είναι ο μαύρος θεμέλιος λίθος για να χτιστεί η πόλη που πάντοτε ξεθεμελιώνεται και πάντοτε ανυψώνεται. Διαρκώς.

Κι αν κάποτε, καθώς θα είναι απόβραδο πολλών καλοκαιριών που έχουν χειμωνιάσει, αν τότε – λέω – δεις ένα ποδήλατο ακουμπισμένο στη γωνιά ενός σπιτιού, μιας πολυκατοικίας νεόχτιστης, να ξέρεις: είναι το ποδήλατο που μας χάρισαν τα παιδιά καθώς έφευγαν για να μην επιστρέψουν.

Επειδή η πόλη είναι η απουσία της. Ή ίσως το είδωλο της απουσίας της. Το αντεστραμμένο τέρας της αγάπης.