Η ολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας στη νεοδεξιά

[ Κατέ Καζάντη / Ελλάδα / 01.12.16 ]

Από τις αρχές του 20ου αιώνα όταν ο Έντουαρντ Μπερνστάιν διατύπωσε τη θεωρία ότι η σοσιαλδημοκρατία θα έπρεπε να αναθεωρήσει τις επαναστατικές ακρότητες και να εξελιχτεί σε μεταρρυθμιστικό κόμμα, ερχόμενος σε αντίθεση με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, η ιδεολογία που παρεπιδημούσε, και κατόπιν εγκαταστάθηκε για τα καλά, στα δεξιά της αριστεράς, έδειξε πως είχε τις δυνάμεις να κυριαρχήσει εντός του συστήματος, μοναχά όμως ως ένα είδος αστικού εκσυγχρονισμού. Όπερ εγένετο, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, τη βοηθεία, μάλιστα, άθελά του, του πατερούλη Στάλιν, ο οποίος, φόβητρο γαρ, λειτουργούσε υποστηρικτικά στη δημιουργία του λεγόμενου καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο. Αλλά στο πρώτο μισό του 21ου, το πολιτικό αυτό εγχείρημα έχει ήδη ξεπεράσει το όριο της ιστορικής του εξάντλησης. Η σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση υπήρξε τόσο ασθενική και βραχύβια, ώστε τελικά κατέστη η νεκρή ουτοπία του 20ου αιώνα.

Και τούτο διότι όταν τα πράγματα σκουραίνουν, την ώρα της κρίσης δηλαδή του συστήματος, την ώρα που το κεφάλαιο εκβιάζει ουρλιάζοντας για περαιτέρω κέρδη και για ανάποδη αναδιανομή υπέρ του εαυτού του, οι κάθε κοπής μετανεωτερικοί σοσιαλδημοκράτες ενδίδουν στον εκβιασμό, ταυτιζόμενοι επί της ουσίας με τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Έτσι, όπως σοφά γράφεται στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», οι μεσαίες τάξεις «γίνονται επαναστατικές εν όψει του επικείμενου περάσματός τους στο προλεταριάτο», οπότε, επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο τους ως υποκείμενα της ιστορίας, μετατοπίζονται προς άλλους, έστω και μόνο κατ’ όψιν επαναστατικότερους, πολιτικούς σχηματισμούς.

Διόλου αργά, αλλά απολύτως σταθερά, οι σοσιαλδημοκράτες του καιρού μας, από το λενινιστικό «μια μαγείρισσα θα μπορεί να διευθύνει το κράτος» και τη συνταύτισή τους με το λαό και τα λαϊκά αιτήματα, φτάσανε στην υπεράσπιση των προνομίων εκείνων ακριβώς που δήθεν αρχικώς αντιμάχονταν. Η συνεχής διολίσθηση από τα δεξιά της κομμουνιστικής αριστεράς, στο κέντρο και κατόπιν ολοένα δεξιότερα, σε επίπεδο θέσεων και πρακτικής, αποτελεί προφανές κακούργημα. Οι δε σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί, οι οποίοι ενίοτε αναδείχτηκαν μέσα από κινήματα (Μάης του ΄68 στη Γαλλία, αντιδικτατορικός αγώνας στην Ελλάδα κ.ο.κ.), βιοπορίστηκαν στη συνέχεια από την ίδια την πολιτική και έγιναν τα φερέφωνα των αστικών συμφερόντων.

Εάν, λοιπόν, οι σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν στα τάρταρα της ανυποληψίας, είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: όχι μοναχά διότι, ως γνήσιοι πατροκτόνοι, πορεύτηκαν φονεύοντας τον Μαρξ και εγκαταλείποντας τα αναλυτικά του εργαλεία, αλλά πρωτίστως διότι η ρεφορμιστική τους μόλυνση προκάλεσε τη σοβαρότερη νόσο του Ευρωπαίου ανθρώπου, το πισωγύρισμα δηλαδή στα ζητούμενα της προ Σικάγου εποχής. Σε έναν κόσμο αδιανόητα πλέον άνισο, οι σοσιαλδημοκράτες έβαλαν, και βάζουν, πλάτες για να μην θιγούν τα ιερά και τα όσια των από πάνω: συντελούν στην κατακρήμνιση του κράτους πρόνοιας, προσφέροντας, με την καρδιά τους, τη θεωρητική θεμελίωση ενώ, ταυτοχρόνως, δείχνουν να βδελύσσονται οτιδήποτε αντίκειται στη νεωτερίστικη, νεοδεξιά λογική τους.     

 Οι προδημοσιεύσεις –αυτές μόνον αρκούν, αχρείαστο το σύνολο- για το νέο πόνημα του πρώην σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργού, Κ. Σημίτη, είναι ενδεικτικές: η τύποις συνέντευξη στον διαβόητο Πρετεντέρη δεν περιλαμβάνει ούτε μια λέξη (αυτο)κριτικής για την κατάπτωση και τις ευθύνες της περιβόητης «Κεντροαριστεράς». Για τον πάλε ποτέ φίλο του Πουλαντζά, ο καθαγιασμός του συστήματος είναι μονόδρομος. Κι ενώ, τεχνηέντως, δεν αναφέρεται στην περιβόητη συμμαχία με τον Σαμαρά και στις διαρκείς διολισθήσεις του ΠΑΣΟΚ, επικρίνει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, μιλώντας για «εθνικολαϊκιστικό σχηματισμό», «αριστερο-δεξιά συμμαχία», η οποία «εργάζεται συστηματικά για να εμπεδώσει στη χώρα ένα αυταρχικό καθεστώς». Φληναφήματα, που επιδιώκουν να ηθικοποιήσουν τη βαθιά πολιτική ανυποληψία στην οποία έχουν περιπέσει όλοι εκείνοι που επιμένουν να λένε, επικριτικά, πως «η Ελλάδα δαπανά περίπου το 10% του ΑΕΠ για να στηρίξει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 2%». Πριμοδοτούν, όπως και ο Σημίτης, κάθε αδιάντροπη περικοπή για τον κόσμο της εργασίας, προσυπογράφοντας όμως ταυτόχρονα την πολιτική καταδίκη τους: η διαδικασία εξαφάνισης, δια της απορρόφησης από τη δεξιά, έχει ήδη ξεκινήσει.