Η κριτική και οι κριτικοί

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 26.09.16 ]

Το να σκέφτεσαι σημαίνει να κρίνεις. Το να κρίνεις σημαίνει να σκέφτεσαι με το μυαλό σου. Η κριτική είναι αυτό που βάζει σε κρίση και αποδεικνύει αυτά που δείχνει ο ποιητής. Έτσι η ποίηση και όλες οι τέχνες είναι επίσης ένα αποτέλεσμα της κριτικής, που με τη σειρά της είναι μια αναγκαία ιδιότητα της τέχνης.

        Τελικά η κριτική εκφράζει μια άσκηση της σκέψης και κριτήρια επιλογής που μπορούν να εφαρμοστούν μόνον ελεύθερα.

        Ότι κι αν λένε οι ακαδημαϊκοί, η κριτική δεν είναι επιστημονική. Όπως δεν είναι επιστημονικές η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ψυχανάλυση και οι, όχι καλύτερα ορισμένες, κοινωνικές επιστήμες. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι ιδέες τους προϋποθέτουν τον ελεύθερο λόγο παρά τους προκαθορισμένους κώδικες.

        Οι κριτικοί που μέσα από τη λογοτεχνία θα ήθελαν να κάνουν τους ιδεολόγους, τους κοινωνιολόγους, τους ανθρωπολόγους ή τους φιλόσοφους, δεν είναι τίποτε απ’ όλα αυτά και δεν είναι κριτικοί.

        Αντίθετη στον κομφορμισμό κάθε εποχής, η κριτική είναι ένα μη ελεγχόμενο πάθος φιλελευθερισμού που εδραιώνεται στην Ευρώπη οριστικά τον 18ο αιώνα του διαφωτισμού και ως αντίδραση στον εκκλησιαστικό σκοταδισμό μετά την Αντιμεταρρύθμιση. Αναπτύσσεται την εποχή του ρομαντισμού, υποστηρίζει την αντίθεση των διανοουμένων ενάντια σε μια κοινωνία που καταπιέζει την ελεύθερη σκέψη και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

        «Ότι κι αν είναι, εγώ είμαι αντίθετος» υποστηρίζει ο αμερικανός χιουμορίστας ηθοποιός Γκρούτσο Μαρξ, ένας μεγάλος κριτικός: της ράτσας εκείνων που, χωρίς μια διαφορετική μέθοδο από εκείνη εμπνευσμένη από τον χαρακτήρα τους ή το πεπρωμένο τους, ξέρουν να λένε όχι.

        Χαρακτηρισμένη με τους πιο διαφορετικούς τρόπους (ιστορική, κοινωνιολογική, υφολογική, φροϋδική, μαρξιστική, σημειωτική), απ’ τη στιγμή που δεν είναι κατηγοριοποιημένη αλλά ενταγμένη (φυσικά ευνοϊκή προς τον δικό της ρόλο), η κριτική βρίσκεται πάντα στην αντιπολίτευση. Σε έναν τόπο μόνο δικό της. Και οι πράξεις της είναι εκείνες, προσωπικές, του κριτικού. «Η κριτική είναι ο κριτικός» λέει ο ιταλός φιλόλογος Τζιανφράνκο Κοντίνι. 

        Η σύγχρονη τέχνη της κριτικής υπάρχει γιατί υπάρχει ένα κοινό των τεχνών και της λογοτεχνίας, αλλά η κριτική ως τέχνη θα υπήρχε ακόμη κι αν δεν υπήρχαν οι τέχνες κι αυτή η ίδια η λογοτεχνία.

        Η κριτική χρησιμεύει ώστε να βρει τις λέξεις για να δώσει φόρμα στο περιεχόμενο των ιδεών: απ’  τη στιγμή μάλιστα που, χωρίς τις λέξεις, οι ιδέες θα έμεναν ανέκφραστες ή ανακριβείς.

        Προωθώντας την οπορτουνιστική αρχή μιας τέχνης για την τέχνη που δεν ανέχεται κριτική, η κριτική ενάντια στην κριτική αναδεικνύει μια αδιαλλαξία, μια προκατάληψη, μια άρνηση στη σκέψη και, στις χειρότερες περιπτώσεις, μια λογοκρισία ενάντια στην ελευθερία και την ανεξαρτησία της σκέψης.

        Υπάρχει μια αδελφική ομοιότητα ανάμεσα στην κριτική και τη σάτιρα, που είναι ένα είδος πιο άμεσης και εκκεντρικής κριτικής. Αυτή η ομοιότητα αντανακλάται στον καθρέφτη της κάθε εξουσίας, όπου κριτική και σάτιρα είναι το ίδιο μισητές.  

        Χρησιμοποιώντας τις λέξεις, ο κριτικός δεν τίθεται πάνω ή έξω από την δημιουργική διαδικασία, αλλά ακριβώς στο κέντρο. Επειδή δεν είναι διαφορετικός από τον ποιητή ή τον μυθιστοριογράφο, θέλει πάντα να είναι μέρος του κοινού που επιλέγει τα αναγνώσματά του. Την ίδια στιγμή διεκδικεί και αξιοποιεί την αυτονομία και την ελευθερία της έκφρασης, δεν εκφράζει ή αναστέλλει μια κρίση. Όπου αυτή η κρίση δεν αντανακλά τα μοντέλα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης ούτε εξαρτάται από ηθικολογικές προφάσεις ή, διαφορετικά, από καθαρά ρητορικά ή ιδεολογικά κριτήρια.

        Δεν υπάρχει η λεγόμενη δημιουργική γραφή που, πέρα από τις διαφορετικές της προοπτικές, δεν προσλαμβάνει μια κριτική αξία. Δεν υπάρχει κριτική ή δοκιμιογραφία που να διακρίνεται από την λογοτεχνικότητα. Όπως αυτή, η κριτική διατυπώνει, ασκεί και περιπλέκει. Ταυτόχρονα, αποκωδικοποιεί και προσανατολίζει.

Για τον λόγο αυτό, στο συγκεκριμένο πλαίσιο της γραφής, δεν είναι σπάνιο ένας κριτικός να αναδεικνύεται, ως συγγραφέας, ακόμη και καλύτερος από τους συγγραφείς με τους οποίους τυχαίνει να ασχολείται. Για να κάνουμε μόνο κάποιο παράδειγμα, ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί την καλλιτεχνική ποιότητα της γραφής κριτικών όπως οι Σάμιουελ Τζόνσον, Τζον Ράσκιν, Μάριο Πραζ, ΡαλφΈμερσον, Μαρία Κόρτι, Τζούλια Κρίστεβα; Ποιος μπορεί να πει ότι αυτοί δεν είναι μεγάλοι συγγραφείς;

Διάβασε τα έργα τους και παρατήρησε: όχι με ποιο τρόπο ασκούν κριτική (επειδή κάθε κριτικός θα πρέπει να έχει ένα δικό του τεχνικο-ιδεολογικό σύστημα) αλλά με ποιο τρόπο γράφουν.

Ένας ηλίθιος κριτικός; Ο σούπερ ακαδημαϊκός με τη μανία των βιβλιογραφικών βασάνων: ένας που, πριν σκεφτεί, ανησυχεί να μάθει αυτό που σκέφτονται οι άλλοι.    

Ως προσεκτικός κριτικός, κράτα σε υψηλή εκτίμηση τα μοναδικά Δοκίμια(1580) του Μονταίν∙ «που» –όπως γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ, αρνητής κάθε σύγκλισης ανάμεσα στην ακαδημαϊκή και την ενταγμένη κριτική- «περιέχουν τη Βίβλο, το Κοράνι, τον Δάντη και τον Σέξπιρ» (Ο Δυτικός κανόνας, 1994).

* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

(Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής, 25/09/2016)