Η κραυγή...

[ Κώστας Καναβούρης / Ελλάδα / 16.11.17 ]

                                   

 

Λένε πως η ευθεία είναι ο συντομότερος δρόμος. Δίκιο έχουν, αν αναλογιστούμε -με σεβασμό και με ρυθμό- τι έγινε εδώ, σ’ αυτό το αλωνάκι πριν από 44 χρόνια, τούτες τις μέρες. Τότε που μόνη ευθεία ήταν η κραυγή. Ο συντομότερος δρόμος για να φτάσει ίσαμε τις μέρες μας. Έστω ως απόηχος, έστω ως λύπη μεσίστια. Η κραυγή, λοιπόν, ως μόνη ευθεία εκείνων των ημερών. Γιατί όλα τα υπόλοιπα ήταν αιχμηρές τεθλασμένες κι ακόμα πιο αιχμηρές καμπύλες ενός άχορδου τόξου. Η κραυγή της οργής, η κραυγή μιας ανάσας πελώριας κι αμέσως μετά η κραυγή του απύθμενου μαρτυρίου και της ανείπωτης οδύνης. Η κραυγή της κοινής μας πατρίδας που λέγεται δημοκρατία. Μιας πατρίδας που ακριβώς επειδή είναι κοινή δεν έχει προσωπικές ιδιοκτησίες.

Αυτό, όμως, είναι το πιο οδυνηρό: ότι εκείνη η κραυγή έχει σήμερα τόσους πολλούς ιδιοκτήτες. Ιδιοκτήτες (πολλές φορές εφευρημένης) μνήμης, ιδιοκτήτες «αυθεντικών» αγώνων, ιδιοκτήτες, επομένως, κάποιας «αυθεντικής» συνέχειας, άρα με το ιδιοκτησιακό δικαίωμα να καίνε και να ρημάζουν την καυγή την οποία υποτίθεται ότι σώζουν.

Και η σφαίρα που καρφώθηκε στο κορμάκι εκείνων των παιδιών, η σφαίρα που δεν λιώνει όταν το κορμάκι έχει κιόλας λιώσει (κατά πως το λέει συγκλονιστικά ο Γιάννης Ρίτσος), εξ ίσου ευθεία όπως και η κραυγή, να απομένει η μόνη τους ιδιοκτησία που δεν φαίνεται να ενδιαφέρει κανένα. Ποιός, άλλωστε, ενδιαφέρεται για την ιδιοκτησία ενός ριπιδίζοντος ανέμου; Ποιός ενδιαφέρεται, στ’ αλήθεια σήμερα, για την τελευταία ανάσα ενός παιδιού που το έλεγαν Διομήδη Κομνηνό; Και για όλες τις ανάσες των παιδιών που τα σκότωσαν και που εξακολουθούν να τα σκοτώνουν με κάθε τρόπο, λες και δεν πρόκειται ποτέ να χορτάσουν (που δεν θα χορτάσουν) όλεθρο και ολολυγμό οι Χαγάνοι της ισχύος και οι πτωματοφάγοι της μνήμης.

Κι όμως: αυτά τα γαλήνια, ανώνυμα ονόματα, είναι η επιτύμβιος ευθεία που λέγεται κραυγή. Μια κραυγή της σιωπής, για ν’ ακουστεί το πουλάκι που ραμφίζει έναν κόκκο από σύννεφο και η μάννα του παιδιού το ζηλεύει, γιατί δεν μπορεί να δόσει τίποτα στα παιδιά της. Δεν θα πεινάσουν ποτέ, δεν θα διψάσουν ποτέ. Ούτε θα ξεδιψάσουν. Γιατί είναι βουτηγμένα στον θάνατο. Η μεγάλη μέδουσα του καιρού, τους έχει σπαράξει το πρόσωπο. Τρίμμα και άθυρμα το πρόσωπο εκείνων των παιδιών.

Δεν θα αγαπήσουν ποτέ. Ούτε θ’ αγαπηθούν, αφού είναι αδύνατο να αγαπήσεις αυτό που δεν υπάρχει. Έτσι γυμνά κι αδύναμα, όλο και πιο κουρασμένα, καθώς τα χρόνια και τα δάκρυα περνούν, βαδίζουν μέχρι τις μέρες μας. Θέλουν να έχουν κι αυτά το μερτικό τους στη γιορτή. Τα διώχνουν. Η γιορτή έχει ιδιοκτήτες. Και οι ιδιοκτήτες δεν θέλουν πεθαμένους. Οι πεθαμένοι χαλάνε το άναρθρο ενός ακατανόητου πια, εξαλλαγμένου θριάμβου.

Ποιός θρίαμβος άλλωστε! Και για ποιό πράγμα; Για ποιά ευθεία μέσα στις τεθλασμένες σημαίες που «κείτονται στα καταστατικά» και που είναι φτιαγμένες από πέτρα και από χαλύβδινα δάκρυα μικροφασισμών της χθαμαλής ανάγκης. Από μια φάουσα απρέπειας και αμετροέπειας.

Α, ναι! Οι νεκροί πρέπει να εκδιωχθούν από τον θάνατό τους. Να απομείνει μονάχα το κέλυφος μιας άδειας κραυγής χωρίς αίτημα, χωρίς ερώτημα προς τον ταυτοτικό της τρόμο. Έτσι ώστε να παίρνει τον ήχο της τυμβωρυχίας και να τον διατυμπανίζει, μιμούμενη τον εαυτό της. Είναι φρικώδες και βαθύτατα πένθιμο. Σαν ξαναπεθαμένος θάνατος.

Ως εδώ ήταν λοιπόν; Δεν ξέρω...

Πάντως, κάθε φορά που απελπίζομαι, έρχονται εκείνα τα παιδιά κι ανοίγουν τα παράθυρα. Θέλουν να με παρηγορήσουν. Παιδιά που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον θάνατό τους. Τους πολλούς θανάτους τους.

Και τότε, ώρα χαράματα, ώρα δηλαδή που διαφεύγει απ’όλα τα ρολόγια, αναρωτιέμαι: «Υπάρχει ελπίς»;

Που να ξέρεις...