Η ζωή μέσα από ένα ζεϊμπέκικο

[ Γιώργος Παππάς / Ελλάδα / 14.12.15 ]

  επ΄ αφορμή τρελού

Την παρακάτω συζήτηση είχα φανταστεί πολλά χρόνια πριν. Μου ξανάρθε στο μυαλό σήμερα, που πήρα χαμπάρι πως το προχθεσινό ζεϊμπέκικο της Όλγας έγινε «το ζεϊμπέκικο της Κυβερνητικής εκπροσώπου» κι αποτέλεσε θέμα για τις πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές, το internet, τα δελτία ειδήσεων, τα καφενεία και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά…

 

- Έλα μωρέ, μην την ψάχνεις, ζώα είναι όλοι τους.

Έτσι είναι, έχεις δίκιο, δε δουλεύει τίποτα, ανοργάνωτο κράτος. Δεν φταιν' όμως αυτοί, φταίμε κι εμείς που δε διεκδικούμε τα δικαιώματά μας, ποιος σε πληρώνει ρε, εγώ δεν σε πληρώνω ; Άστα εδώ κούκλα μου, ευχαριστούμε, άντε στην υγειά μας, ωραία κοπέλα, δεν την έχω ξαναδεί, καινούρια θα είναι. Πού τις βρίσκει ο Χρήστος; Θυμήσου να της αφήσουμε καλό πουρμπουάρ, να μας θυμάται την άλλη φορά.

- Τι να λέμε; ακαλλιέργητος κόσμος, άνθρωποι χωρίς παιδεία.

- Πού να τη βρουν την παιδεία, λες κι άνοιξαν ποτέ κανένα βιβλίο, πήγαν σε κάνα θέατρο;  Όλες τις φορές οι ίδιοι και οι ίδιοι δεν είμαστε στις παραστάσεις ; Κοίτα ρε, ο τρελο-Μήτσος δεν είναι αυτός; Αυτός είναι. Ε, τρελέ, για έλα κατά εδώ και πες μας για τη Λάμια που κυνηγάει τον ίσκιο σου, πες μας γι’ αυτήν που το βράδυ σε κάνει να γυρνάς απότομα πίσω το κεφάλι και τα μάτια σού γεμίζει τρικυμία. Ποια είναι αυτή που θαμπώνει τη γυαλάδα της κόρης σου; Ποιο είναι τ’ όνομά της;

                                              Κάποτε είχε λαμπερό βλέμμα, θυμάται η μάνα του όταν τανιόταν να βυζάξει πόσο έλαμπαν οι δυο τεράστιες χάντρες του. Τώρα το βλέμμα του δε σταματάει πουθενά, κρυμμένο πίσω απ’ τη θαμπάδα του φόβου γυρνάει ασταμάτητα ψάχνοντας τα νύχια και τα δόντια και την εξώκοσμη άγρια όψη της, δεν ξέρει από που θα του χιμήξει, μακάρι βλέμμα να ’χε  και πίσω απ’ το μπροστά και συνεχώς…

                                               Σπαρτάρησε ολόκληρος, οι κόρες του αφύσικο κύκλο κάναν μέσα στους ξάφνου αφιλόξενους βολβούς, έσφιξε τις γροθιές του και καμπούριασε τη ράχη του, σαν για να φτάσει το κεφάλι στα πέλματα, αν δεν είχε όγκο θα ’ταν λεύτερος.

- Έλα λωλέ, τσίπρο και τσιγάρο θα κερδίσεις αν τον καπνό της τρέλας σου στο  

τραπέζι μας φυσήξεις και μας μιλήσεις για το ονειροφάντασμα της σελήνης σου,   

γεμάτο δεν ήταν το φεγγάρι προχθές; Άρα την είδες, θα την θυμάσαι καλά. Πες

μας τι σου είπε, σ’ έβαλε επιτέλους να πλυθείς, ποιο είναι τ’ όνομά της;

                                         Πολύ βαριά η γύμνια, τα ρούχα του τον γυρνάν στην ασφάλεια της μήτρας, αν γδυθεί κι αυτή του ορμήξει πώς θα ξεφύγει άντυτος, του φτάνει η ψυχική αποκάλυψη, ντρέπεται για τη σαρκική, αυτή τη σύμβαση την έχει ακόμα ριζωμένη. Αυτός δεν ήθελε  να ’χει καθόλου σώμα, αν δεν είχε όγκο θα ’ταν λεύτερος.

                                         Ένα γύρο έφεραν τα μάτια του στο τραπέζι με τα τσιγάρα και το ποτό, μετά στα χαμογελαστά τους πρόσωπα, τα θέλει και το οινόπνευμα και τον καπνό μέσα του, έχει καιρό να τα γευτεί, αυτός κι αυτά είναι απ’ την ίδια φύση, το τίμημα ...

- Άντε χαζέ, δεν θα ξημερωθούμε, έχουμε και δουλειές, ή θα μιλήσεις ή δεν πίνεις,   

 πες μας μόνο τ’ όνομα της, δεν θα φάμε και μια ζωή.

                                         Τραντάχτηκε στο άκουσμα, τα μάτια του γίναν φωτιά, κατάρρευσε στην καρέκλα, άρπαξε ένα τσιγάρο ρούφηξε όλο το ποτήρι μεμιάς κι άρχισε να τρέμει κλαίγοντας βουβά.

- Μίλα ρε, τι έπαθες;

- Που το ξέρεις εσύ τ’ όνομά της;

- Ποιο όνομα βρε μισόχαζε, τόσα χρόνια δεν μας το ’χεις πει, μας δουλεύεις κι από πάνω; Πες το να τελειώνουμε.

                                      Σηκώθηκε, κύρτωσε κι άλλο, φοβόταν πια πολύ, τα μάτια του ξανάρχισαν να τρέχουν, κοίταξε ολόγυρα νευρικά, έσκυψε πάνω τους και ψέλλισε:

ζωή μου τη λένε, ζωή μου.

Έχουμε πολλά χρόνια που κατεβήκαμε απ' τα δένδρα, κάποιοι όμως ξανανεβαίνουμε με την πρώτη ευκαιρία,

έτσι …για να μη χαθεί η ρίζα.