Η δικαιοσύνη ως «θεσμός παραγωγής της αδικίας»

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 25.07.17 ]

 

 Ξανά και ξανά η δικαιοσύνη και η Δικαιοσύνη. Νέες οιμωγές στους κήπους του προεδρικού μεγάρου ότι υπονομεύεται ο θεσμός  κι ότι πρέπει να προστατευθεί. Και αναρωτιέμαι: Από ποιόν άραγε; Ίσως από αυτούς που ξεσκίζουν το μύθο περί απόδοσης δικαιοσύνης. Οι διερωτήσεις με οδήγησαν στον νομπελίστα Ελίας Κανέτι που σαν σήμερα, την 25η Ιούλη 1905, γεννήθηκε και ο οποίος χαρακτήριζε την δικαιοσύνη «θεσμό παραγωγής της αδικίας».

Ο Κανέτι, λοιπόν, έφερνε ως παράδειγμα τον εμπρησμό του δικαστικού μεγάρου της Βιέννης(15-7-1927) μετά από την αθώωση αστυνομικών που είχαν σκοτώσει εργάτες σε μία διαδήλωση στη Βιέννη. Τότε, ο πρωτοσέλιδος τίτλος «Δίκαιη απόφαση» της βασικής κυβερνητικής εφημερίδας δημιούργησε έναν πρωτοφανή αυθόρμητο ξεσηκωμό των εργατών, που κατέληξε στον εμπρησμό του δικαστικού μεγάρου, αλλά είχε και ως αποτέλεσμα ένα άνευ προηγουμένου μακελειό με 90 νεκρούς διαδηλωτές*.

Ποιος οδήγησε εδώ τη «μάζα»; Τι συνέβη τότε; Τι συνείχε αυτό το ασύντακτο πλήθος; Αυτές τις ερωτήσεις έκανε στον εαυτό του ο Κανέτι, που ως αυτόπτης μάρτυρας, έβλεπε πως εκεί που όλοι διαλύονταν, αίφνης η "μάζα" δημιουργούνταν εξ αρχής: «Τον εμπρησμό του δικαστικού μεγάρου εγώ ο ίδιος δεν τον είχα δει, έμαθα όμως γι’ αυτόν προτού δω τις φλόγες, τον έμαθα μέσα από την αλλαγή στον τόνο φωνής της μάζας. Φώναζαν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλον αυτό που είχε συμβεί, εγώ στην αρχή δεν το κατάλαβα, ακουγόταν χαρούμενο, όχι δυσάρεστα διαπεραστικό, όχι άπληστο, ακουγόταν απελευθερωμένο. Η φωτιά ήταν η συνοχή. Την ένιωθες τη φωτιά, η παρουσία της ήταν συναρπαστική, ακόμα κι εκεί όπου δεν την έβλεπες την είχες στο κεφάλι σου, η έλξη η δική της και εκείνη της μάζας ήταν ένα και το αυτό». Αυτή είναι η «ανοιχτή» και απαραπλάνητη («χωρίς αρχηγό») μάζα του Κανέτι που η κίνησή της εναντίον του άδικου είχε ως στόχο το συμβολικό και ουσιαστικό θεσμό παραγωγής της αδικίας, το δικαστικό μέγαρο. Η διάρκεια αυτής της μάζας ήταν όση και η διάρκεια της φωτιάς. Αλλά για τη διαιώνισή της φρόντιζε το πυρ και οι βουρδουλιές της αστυνομίας, που λειτουργούσαν το ίδιο συνεκτικά όσο και οι φλόγες. Αυτά σημείωνε ο Κανέτι για τον θεσμό παραγωγής της αδικίας, για την ενίσχυση του μηνύματος από τα συστημικά μέσα ενημέρωσης και ασφαλώς τη σύμπραξη της εκτελεστικής εξουσίας και του κατασταλτικού μηχανισμού, δηλαδή της αστυνομίας, και ό,τι συνιστά τους μηχανισμούς του αστικού κράτους.  

Παρ’ ημίν, δεν λησμονούμε το περίφημο παραδικαστικό που ήταν μία μικρής έκτασης εμπλοκή των πολιτικών σχηματισμών και της εκτελεστικής εξουσίας με τη δικαστική. Το παρα-δικαστικό παρουσιάστηκε ως μία εκτροπή, ως μία εξαίρεση από τον κανόνα. Αντίθετα, σήμερα, πλήττεται ο κανόνας, δηλαδή ολόκληρο το «δικαιοδοτικό σύστημα».  Η εξέλιξη αυτή οδηγεί τη δικαστική εξουσία στην απώλεια της συμβολικής της «ουδετερότητας», η οποία έχει επενδυθεί σε βάθος χρόνου με μία σειρά συμβολισμών και τελετουργιών. Για να το αντιληφθούμε αυτό μπορούμε να ανατρέξουμε στον Πασκάλ. Σύμφωνα με τον τελευταίο όταν ο Θεός εγκαταλείπει το προσκήνιο, τη θέση του καταλαμβάνουν οι άνθρωποι, η φαντασία και το τέχνασμα. Οι άνθρωποι περιβάλλονται το θείο: «Οι δικαστές κατάλαβαν καλά αυτό το μυστήριο. Οι κόκκινες τήβεννοί τους, οι γούνες τους, (...) Τα ανάκτορα όπου δικάζουν, οι κρίνοι, (σ.σ. επίσης η εικόνα του Ιησού και το Ευαγγέλιο) όλο αυτό το επιβλητικό σκηνικό είναι άκρως απαραίτητο» σημειώνει ο Πασκάλ, του οποίου «Οι Σκέψεις» θα λειτουργήσουν απομυθοποιητικά για τη δήθεν Δικαιοσύνη. Η απομυθοποίηση αυτή θα εκθρονίσει την ελέω Θεού Δικαιοσύνη των ανθρώπων (όπου ασφαλώς και η ανισότητα νομιμοποιείται γιατί είναι εκ Θεού) και θα ενθρονίσει  την αντίληψη της κοινωνικής ανισότητας.  Μόνο όταν συνέβη αυτό οι άνθρωποι, για την ακρίβεια οι «κάτω» κατάλαβαν την εις βάρος τους ανισότητα και αδικία. Μόνο τότε, όταν δηλαδή η αδικία έχασε τη φυσική ή τη θεία νομιμοποίησή της, έγινε αναβάσταχτη, δημιουργώντας το αίσθημα της οργής και τις συνθήκες της εξέγερσης.

* Από αυτό κυρίως το γεγονός προέκυψε το βιβλίο «Μάζα και εξουσία» (εκδ. Ηριδανός 1971) του Ελίας Κανέτι.