Η γραμματική της ζωής

[ Φοίβος Γκικόπουλος / Ελλάδα / 18.04.18 ]

                Η γραμματική είναι, κυρίως, ένας τρόπος για να αναλύσεις τις λέξεις. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η γραμματική είναι το λογικό υπόβαθρο που υποστηρίζει τη λογοτεχνική γλώσσα. Βέβαια, δεν μπορούμε να πούμε ότι οι λέξεις στην ποίηση πρέπει να βασίζονται στη λογική.

                Για τον Τσόμσκι, συγγραφέα του οποίου τα γραπτά έφεραν την επανάσταση στη γλωσσολογία, η γραμματική, όπως και η γλώσσα, έχει στον άνθρωπο μια «φυσική» προέλευση. Οι γλώσσες –εξηγεί ο Τσόμσκι, που πιστεύει ότι το συντακτικό είναι ανεξάρτητο από τη σημασιολογία- αποτελούν μια παγκόσμια ψυχο-βιολογική αποθήκη και μια κοινή ιδιότητα για όλους τους ανθρώπους.  Γι’ αυτό η γλωσσολογία θα πρέπει να απομακρύνεται από την στενή εκτελεστική τεχνική που επιβάλλεται από περιπεπλεγμένα συστήματα που υποστηρίζονται από μια ιδεολογία που αποκλείει εκείνες τις γλώσσες που δεν υποκύπτουν σε προκατασκευασμένες νόρμες.

                Οι έρευνες των νευρο-επιστημόνων επιβεβαιώνουν ότι γεννιόμαστε με έναν ενδογενή ψυχο-γραμματικό προγραμματισμό, ήδη έτοιμο∙ χάρη του οποίου η ανακάλυψη των λέξεων, θεωρητικά άπειρη, αρχίζει στην ηλικία των δεκαοκτώ μηνών, με μια συχνότητα αντίληψης σχεδόν μιας λέξης την ώρα.

                Ήδη όμως από τον όγδοο μήνα ένα παιδί αρχίζει να συνδέει τον ήχο με το νόημα των λέξεων. Μέχρι τους εικοσιτέσσερις μήνες πραγματοποιεί διάφορους λεκτικούς συνδυασμούς και μιμείται τις φράσεις των ενηλίκων. Κατά τους τριάντα μήνες χρησιμοποιεί τις προθέσεις, τις αντωνυμίες και τον πληθυντικό για ονόματα και ρήματα. Από τους τριάντα μήνες και μετά αυξάνει το λεξιλόγιό του και, ενστικτωδώς, χρησιμοποιεί τη γραμματική για να κατασκευάσει είτε μια απλή φράση, είτε μια συζήτηση.   

                Στα τέσσερα χρόνια, αφού έμαθε να σκέπτεται και να αντιλαμβάνεται την ατομικότητά του, το παιδί αρχίζει να χρησιμοποιεί τις γλώσσες των άλλων και ακόμη να λέει, συνειδητά, τα ψέματα. Και ίσως σ’ αυτά, στην ασυνήθιστη και εκπληκτική ποιότητα του γνωστικού συστήματος του ψεύδους, πρέπει ν’ αναζητήσουμε αυτό που θα μπορούσε να είναι η πρωταρχική έφεση στη φαντασία, την εξερεύνηση, την ανακάλυψη που, αν και θεωρείται από ορισμένους ομίχλη του μυαλού και από άλλους μικρότερη αδελφή του λόγου, είναι η μηχανή του δημιουργικού πνεύματος.

                Από την άλλη μεριά, οι συγγραφείς και οι ποιητές δεν ακολουθούν πάντα την επίσημη γραμματική. Συνήθως εμπιστεύονται την τρέχουσα γλώσσα και τα ακούσματά τους. Κι αν ορισμένοι αυστηροί φύλακες της γλωσσικής καθαρότητας σημειώνουν ότι δεν γράφουν σωστά και δεν ακολουθούν το συντακτικό, η αίσθηση της γραφής είναι αυτό που μετράει τελικά.

 

*Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ