Ζω...

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 10.12.17 ]

Με πρόσωπο χαλαρό και πένθιμο, μαραμένο σαν πολυκαιρισμένο τριαντάφυλλο, ετοιμόρροπος, περιδιαβαίνει στην πόλη, ανέστιος και ξένος, φορώντας μαύρα. Μαύρα καθώς η νύχτα, καθώς τα πηγάδια, πάντα μαύρα.  Μικροί αόρατοι καθημερινοί θάνατοι ροκανίζουν την ψυχή του,  ουρλιάζει με στόμα κλειστό, χωρίς ήχο. Στα μάτια του μια λυπημένη αναμονή.

   Η μέρα λουσμένη σε χρυσό φως. Η αλαζονεία του ήλιου τον διαλύει. Η μνήμη αρμενίζει μακριά, στα βουνά που τον είχαν σπείρει. Κάθε φορά η νοσταλγία τον πλημμυρίζει με φρέσκια θλίψη.  Φορώντας κατάσαρκα χίμαιρες κυνηγά τη Λήθη.

  Στο δρόμο του  πεινασμένα βλέμματα κι άκαρδα μάτια. Την ξέρει καλά αυτή την πόλη που τον έχει ρουφήξει, το ξεδοντιασμένο της πρόσωπο, τις φλέβες της, τα μυστικά της περάσματα. Το μακρόσυρτο  βουητό της,  επίμονο κι απάνθρωπο, τυλίγεται γύρω του σα φίδι. Αισθάνεται το κεφάλι του να γυρίζει, τον κόσμο να γυρίζει. Οι ηδονές της νύχτας τον καλούν. Η νύχτα τον αγκαλιάζει, τον φωτίζει απαλά σαν κερί, έχει την έξαψη του κρασιού, τον κρατά σφιχτά μέσα της.

    Με το γκρίζο φως της αυγής επιστρέφει ερειπωμένος στο άνυδρο, τεφρό τοπίο της ζωής του. Κουλουριάζεται σαν έμβρυο. Στα έγκατα του νου αποσύρεται, μικραίνει, αποσυντίθεται, θαρρείς χάνεται. Και ξαφνικά μια ουρανομήκης κραυγή ξεπηδά από μέσα του: «Ζω κουφάλες, ζω».