Εφάπαξ

[ Δημήτρης Χριστόπουλος / Ελλάδα / 02.03.18 ]

Θα το έπαιρνε στο τέλος της χρονιάς. Του το είχαν υποσχεθεί. Ο προσωπάρχης του ταμείου από χρόνια γνωστός του. Ήταν κατηγορηματικός την τελευταία φορά που τον επισκέφθηκε στο γραφείο του. Σε δύο μήνες -το πολύ μέχρι τις γιορτές– θα το πάρεις ολόκληρο. Μην ανησυχείς. Στο υπογράφω.

Και ο Λάμπρος Παναγιώτου, από την χαρά του, πήγε στο ζαχαροπλαστείο του Ασημακόπουλου στην Χαριλάου Τρικούπη –χρόνια από εκεί μονάχα ψώνιζε– και σήκωσε όλο το μαγαζί. Διακόσιους υπαλλήλους κέρασε. Μπακλαβάδες, σιροπιαστά, πάστες και σοκολατάκια. Να τους γλυκάνει τους ανθρώπους που τον πλημμύρισαν ευτυχία μια τέτοια μέρα. Τόσο μεγάλη χαρά τού έδωσε ο φίλος του, ο Ιωάννης Δαμιανός. Άνθρωπος εμπιστοσύνης και προπάντων εχέμυθος. Ήξερε πράγματα και πρόσωπα αυτός. Ποτέ δεν έλεγε κάτι, αν δεν είχε ασφαλείς πληροφορίες. Έπαιζε στα δάχτυλα τη γραφειοκρατία του ελληνικού δημοσίου, χρόνια τώρα στην ίδια θέση, με όλες τις κυβερνήσεις. Υπουργοί και γενικοί γραμματείς άλλαζαν κάθε και τρεις και λίγο, ο Ιωάννης Δαμιανός μονίμως στο γραφείο νούμερο 51, στον πέμπτο όροφο.

Όταν έφυγε από τα κεντρικά, πήγε στο καφενείο που σύχναζε τα τελευταία σαράντα χρόνια μετά τη δουλειά και τις αργίες, στο βάθος πάντα της μακρόστενης αίθουσας είχε την ησυχία του, παρήγγειλε έναν σκέτο – έπρεπε πια να προσέχει το σάκχαρο – άνοιξε την εφημερίδα που διάβαζε από τότε που θυμάται τον εαυτό του - αυτήν με το πολυτονικό – και κρύφτηκε, όπως ο πολεμιστής πίσω από την ασπίδα του. Τα στρογγυλά γυαλιά κρέμονταν από τη μακριά και τριχωτή μύτη του που ράμφιζε το κίτρινο χαρτί, το πολυκαιρισμένο παλτό έπεφτε ξένο ρούχο στους σκεβρωμένους ώμους του και ο κίτρινος γλόμπος που κρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι του τον έλουζε σαν κατάδικο στο κελί του. Ο Λάμπρος Παναγιώτου διάβαζε με κόπο τα λιλιπούτεια γράμματα της μακρόστενης εφημερίδας και τα χέρια του ίδρωναν και το πρόσωπo χλόμιαζε και τα πόδια του έτρεμαν και το στόμα του τρεμόπαιζε λες και είχε Πάρκινσον – Θεός φυλάξοι – και το μυαλό του θόλωνε. Έγκριτοι οικονομολόγοι και διεθνείς αναλυτές εξέφραζαν ανοιχτά πλέον τις βάσιμες υποψίες τους για την ελληνική περίπτωση. Έκλεινε τα μάτια και τα τυπωμένα γράμματα γίνονταν χιλιάδες φιδάκια που ξυπνούσαν από τη χειμερία νάρκη του χαρτιού και χόρευαν μπροστά στο πρόσωπό του έναν χορό λικνιστικό, έβγαζαν τη γλωσσίτσα τους λες και τον κορόιδευαν και του ψιθύριζαν λόγια που τον τρέλαιναν, αλλά αυτός δεν έδινε σημασία – φίδια είναι, τι να ξέρουν αυτά από τους νόμους της αγοράς -, σκούπιζε τα δάκρυα από την καταρράκτη που χυνόταν ορμητικός από τα μάτια του και τα φιδάκια επέστρεφαν τότε στη χάρτινη φωλίτσα τους.

Καθόταν μέχρι το μεσημέρι, στη μία πλήρωνε το ακριβές αντίτιμο, άφηνε πίσω του τους άλλους τους αργόσχολους να παίζουν χαρτιά, απόστρεφε το βλέμμα από κάτι νεαρούς με ηλιοκαμένο πρόσωπο που έπαιζαν τάβλι στο πεζοδρόμιο, δίπλωνε σχολαστικά την εφημερίδα και επέστρεφε με τα πόδια στο σπίτι του, δεν ήταν άλλωστε και πολύ μακριά από το κέντρο. Ο γιατρός τον είχε συμβουλεύσει, να κάνεις έναν περίπατο κάθε μέρα, κάνει καλό στην καρδιά αγαπητέ μου, και να μην σκοτίζεσαι, θα σε καταβάλουν οι έγνοιες.

Έναν χρόνο από τότε που συνταξιοδοτήθηκε ο Λάμπρου Παναγιώτου έπειτα από επιτυχή σταδιοδρομία σαράντα ετών στην Εταιρεία Υδάτων, νιώθει ότι κινείται σε κινούμενη άμμο. Τα βράδυ κλείνει τα μάτια και βλέπει τον εαυτό του να εργάζεται στα γραφεία της λίμνης του Μαραθώνα και αυτή απρόσμενα ξεχειλίζει από τόνους νερού και το φράγμα υποχωρεί και δεν μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως και οι γιγαντιαίες πέτρες γίνονται θρύψαλα, και το νερό ανεβαίνει, προσπαθεί να επιπλεύσει, βρίσκει ένα σωσίβιο, αλλά τα νερά είναι ορμητικά, και ξυπνάει με την πιτζάμα μούσκεμα. Να ήταν ο Νώε εύχεται, αλλά οι βάρκες δεν φθάνουν για όλους, σίγουρα δεν επαρκούν για ανθρώπους σαν κι αυτόν.

Στο σπίτι τον περίμενε η γυναίκα του. Την Τούλα την παντρεύτηκε από προξενειό, μεγαλοκοπέλα, από συντηρητική οικογένεια, σπουδές δεν έκανε, του άρεσε άπαξ και την είδε, πήρε και καλή προίκα, τον έβαλε ο πεθερός στην Εταιρεία Υδάτων, είχε γνωριμίες αυτός, του άνοιξε πόρτες, τον γνώρισε σε σημαίνοντα πρόσωπα του τόπου, κάνανε και δύο παιδιά, ριζώσανε από την αρχή στο σπίτι της γυναίκας του, ένα νεοκλασικό διώροφο στη Μιχαήλ Βόδα, από τα λίγα που γλυτώσανε, και δεν το κουνήσανε από εκεί ούτε όταν κανείς πλέον από τους παλιούς γειτόνους δεν απόμεινε στην περιοχή.

«Θέλεις να φας» τον ρωτούσε με καλοσύνη εκείνη, «θέλεις να ξαπλώσεις;» τον ξαναρωτούσε ευγενικά, αλλά ο Λάμπρος Παναγιώτου σημασία δεν έδινε, φυλακισμένος στις υποψίες που τον είχαν ζώσει. Το πιάτο στο τραπέζι άθικτο, τα ξυριστικά στο μπάνιο για μέρες αχρησιμοποίητα, η οδοντόβουρτσα στεγνή. Πέρασε καιρός και τίποτα δεν άλλαζε στη συμπεριφορά του.

Κόντευαν γιορτές κι ένα πρωί που το κρύο πάγωνε τις ανάσες, ο Λάμπρος Παναγιώτου, τυλιγμένος το παλτό του, κατευθύνθηκε στο μόνιμο στέκι του. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων το διατυμπάνιζαν σε όλους τους τόνους, αμφιβολία δεν υπήρχε, το ταμείο του κατέρρευσε –κυριολεκτικές και μεταφορικές εκφράσεις έδιναν τον κατάλληλο τόνο– και το εφάπαξ έγινε όνειρο θερινής νυκτός για χιλιάδες δικαιούχους.

Περασμένες δύο βγήκε από το μαγαζί ένα σκεβρωμένο παλτό που έσερνε τον ποδόγυρο στον δρόμο. Ο γιακάς ανασηκωμένος, έλειπε μόνο ένα κουμπί στο μέρος της καρδιάς. Στη γωνία του σπιτιού του αντίκρισε ένα τρίκυκλο γεμάτο πατικωμένα χαρτόνια και του φάνηκε για μια στιγμή πως ήταν οι καρτέλες των ενσήμων του που τις πήγαιναν για ζύγισμα και έπειτα για ανακύκλωση. Δεν πρόλαβε να φωνάξει. Κάποτε μετρούσε ένα ένα τα ένσημα και τις μέρες που απέμεναν μέχρι να πάρει σύνταξη. Από τότε που έπιασε δουλειά υπολόγιζε με ακρίβεια την ημερομηνία εξόδου του από την ενεργό δράση. Λάμπρο, τα ένσημα και τα μάτια σου, ούτε ένα δεν πρέπει να χάσεις, έλεγε ο πεθερός του. Κι αυτός δεν έχασε ούτε ένα, σαράντα χρόνια τα μάζευε με θρησκευτική ευλάβεια. ‘Εφάπαξ’ τον φωνάζανε χαϊδευτικά τα παιδιά του, ‘Εφάπαξ’ και η γυναίκα του.

Το μαύρο παλτό σήκωσε το αριστερό μανίκι, ψαχούλεψε τις τσέπες, έβαλε το κλειδί στην εξώπορτα, μπήκε στο χολ, κοίταξε τους σταματημένους λεπτοδείκτες του ξύλινου ρολογιού και αναπαύθηκε αθόρυβα στην κρεμάστρα –εφάπαξ.