Ελλάς Ελλήνων Σταυροφόρων

[ Κώστας Κάππας / Ελλάδα / 23.04.18 ]

Είχε φροντίσει να φορέσει την μαύρη μπλούζα με τον Μαίανδρο πριν πάει να αράξει στο καφενείο του Μπιστόλα. Ο Νίκος ο Μπιστόλας τους ψιλοφοβότανε, αλλά τα 2 ευρώ για τον καφέ θα τα απαιτούσε. Η θέα της μπλούζας θα κράταγε μακριά τον καφετζή, μέχρι να περάσει κάποιος πιο φοβισμένος να πληρώσει και έτσι έγινε. Ο γέρος πέρασε, στάθηκε, κάθισε στην άκρη της καρέκλας, απέφυγε να τον ρωτήσει για τα ουρλιαχτά της γυναίκας του το βράδυ του Σαββάτου και τα γδαρσίματα στα μάγουλά του και άρχισε να μουρμουρίζει για την σύνταξή του και τον γιο του, που του την παίρνει όλη.

Αυτός δεν τον πρόσεχε. “Η καριόλα δεν το είχε σε τίποτα να πάει στην αστυνομία να τον καταγγείλει και είχε μάρτυρα τη γειτονιά. Αν στο Τμήμα έπεφτε σε κανένα δικό μας”, σκέφτηκε, “θα την ξαποστείλει, αλλιώς δεν έχω σάλιο για δικηγόρο και ο πυρήνας στο νησί θα κάνει το κορόιδο. Θα μου πούνε ότι έχουν χοντρά μπλεξίματα γιατί είχαν περιποιηθεί καλά ένα λάθρο και δεν θέλουν κι άλλα στο κεφάλι τους”.

Η μέρα ήταν σκατά όπως όλες. Κρεββάτι δεν του έκανε, γκρίνιαζε για τις ώρες που σπαταλούσε στα γραφεία του Πυρήνα, με τους άλλους τους χαμένους, όπως τους έλεγε, γκρίνιαζε γιατί δεν έφερνε λεφτά στο σπίτι, γκρίνιαζε γιατί βρώμαγε όλη την ώρα ιδρώτα και οινόπνευμα.

Μόνη παρηγοριά ο σουγιάς του και ο φόβος στα μάτια των περαστικών. Όταν τον κοίταζαν μάλιστα τα μικρά αλαφιασμένα και τάχυναν το βήμα, τότε σκλήραινε το όργανό του και ένοιωθε σαν το λιοντάρι που βλέπει το ελαφάκι έτοιμο να σωριαστεί κάτω από τον πανικό. Κάποιο θα ξεμονάχιαζε, κάπου, κάποιο βράδυ και θα το έκανε να δει το Χριστό φαντάρο!

Δεν πρόλαβε να βγει από το όνειρο και τον πήρε στο κινητό ο μεγάλος. “Έλα στη πλατεία, στη θάλασσα, τώρα!” του ‘πε. “Τα ισλαμοπιθίκια μαζεύτηκαν και θέλουν δικαιώματα!”. Δεν σκέφτηκε τίποτα. Άφησε τον γέρο, έσφιξε την ζώνη να ισιώσει η κοιλιά και η πλάτη, άνοιξε 2 κουμπιά παραπάνω στο πουκάμισο να φανούν οι τρίχες και ο σταυρός, βεβαιώθηκε για τον σουγιά στη κωλότσεπη, από την υπερδιέγερση έριξε στον αέρα μια σταυροπαναγία και κατηφόρισε.

Στη πλατεία γινόταν χαμός. Είχαν ταμπουρωθεί οι λάθρο ο ένας πίσω από τον άλλο και πίσω από καρέκλες, είχαν κάνει κύκλο και είχαν βάλει τα γυναικόπαιδα στη μέση. Αυτά τσίριζαν φοβισμένα και αυτοί φώναζαν ότι θέλουν χαρτιά και να τους αφήσουν να πάνε στην Ευρώπη.

Αυτός δεν άκουγε, δεν τον ένοιαζε. Θυμήθηκε τις κουβέντες του μορφωμένου του Πυρήνα που τους διηγιόταν για τους Αθηναίους που έσφαξαν τους Πέρσες (στο Κορωπί; στο Μαραθώνα; στην Κερατέα; δε θυμόταν), που ήρθαν με το έτσι θέλω στη χώρα μας, όπως ετούτοι. Για το Μεγαλέξανδρο που τους κυνήγησε στα ίδια τους τα χωριά και για τους Σταυροφόρους που έκαιγαν ζωντανούς εβραίους και άραβες στους Αγίους Τόπους για να μάθουν να βρωμίζουν τη πίστη μας. Άρχισε να βαριανασαίνει.

Έψαξε τους άλλους και όπως πήραν όλοι, πήρε και αυτός ένα βεγγαλικό. Ήξερε να το ανάψει, όπως στο γήπεδο. Ήξερε να σημαδέψει, όπως στις απέναντι κερκίδες. Διάλεξε και σημάδεψε στο βάθος ένα μωρό. Αν το πετύχαινε θα μαχαίρωνε στη καρδιά, χωρίς να βγάλει καν το σουγιά, και τη μάνα του. Με ένα σμπάρο δυό τρυγόνια.

Γύρισε μετά από ώρες εξουθενωμένος σπίτι, αναγκάστηκε να αλλάξει εσώρουχο γιατί πάνω στην έξαψη της μάχης το λέρωσε με σπέρμα, ξάπλωσε στον καναπέ και άνοιξε την τηλεόραση. Άρχισε να γελά χαρούμενος. Το κανάλι τον έδειχνε, ναι τον έδειχνε! Τον έλεγε μάλιστα “Πολίτη που μαζί με άλλους Πολίτες διαμαρτύρονται έντονα για την παρουσία λαθρομεταναστών στη χώρα μας, που θα αλλοιώσουν το πολιτισμό μας”...