Διαδήλωση Κειμένων Δεύτερη

[ ARTI news / Ελλάδα / 16.11.17 ]

 

Έξι μεμονωμένες λογοτεχνικές γραφές που από κοινού επιχειρούν μια διαδήλωση κειμένων για την υπεράσπιση της μνήμης και της γραφής, έξω από ιδεολογικές στρατεύσεις και αισθητικούς αυτισμούς.

 

Διώνη Δημητριάδη

Επί σκηνής

Φυσικά και δεν είναι μόνον υπόθεση μιας επετείου, και δεν πρέπει να λογίζεται σαν τέτοια. Αφορά τον κάθε έναν από μας που νιώθει να φουσκώνει μέσα του το ποτάμι που ζητά διέξοδο στη θάλασσα. Και φωνάζει για να ακουστεί, γιατί χρόνια πολλά περάσαν που η φωνή φιμώθηκε. Και κάθε που φιμώνεται μια φωνή, και το νιώθεις αυτό για άδικο, πρέπει να μιλάς. Δεν είναι ποτέ σίγουρο πως θα ακουστεί η φωνή σου. Αλλά είναι το μόνο που σου έχουν αφήσει. Σαν μαζευτούν πολλές φωνές μαζί, τότε αλλάζει το τοπίο, και βλέπεις από κει που δεν το περιμένεις να ξεφυτρώνουν σκιές στους δρόμους που έρχονται από παλιά πολύ και σμίγουν με τις ζωντανές παρουσίες για να ανεβάσουν την ένταση της πολλαπλής φωνής. Είναι τότε που έρχεται η αυθεντική μετάλλαξη σε κραυγή. Και ξαφνικά το σκηνικό φωτίζεται και βγαίνουν όλοι στο σανίδι. Γιατί, στην πραγματικότητα, για θέατρο πρόκειται. Με «υποκριτές» (αυτοί είναι λίγοι), με «θεατές» (αυτοί είναι πολλοί), με πλοκή (συνταρακτική, στα όρια του θρίλερ), με «δέση» του δράματος. Όχι, δεν έχει και την αναμενόμενη «λύση» το δράμα αυτό. Έτσι δεν θα δούμε και την «κάθαρση». Χρόνια τώρα (συναπτά 44) περιμένουμε κάποιος να μας πει πως το έργο τελείωσε. Αλλά δεν φαίνεται κανένας «άγγελος» στον ορίζοντα αυτού του υπαίθριου θεάτρου. Μόνο που κάθε χρόνο τέτοιες μέρες όλοι παρακολουθούμε μια κηδεία, με γαρύφαλλα πολλά και με επικήδειους να εκφωνούνται από όσους δεν θα έπρεπε καθόλου να μιλούν, γιατί όταν ήταν η ώρα να μιλήσουν εκείνοι σιωπούσαν ή γιατί από όσα έζησε αυτός ο τόπος εκείνοι τίποτα δεν κατάλαβαν. Και οι φωνές όλο και λιγοστεύουν και οι θεατές όλο και πληθαίνουν, παρακολουθώντας από τις τηλεοράσεις πια ένα υποκατάστατο της δράσης. Και χειροκροτούν. Αυτό τους αρέσει περισσότερο απ’ όλα, γιατί πάντα βαυκαλίζονται να πιστεύουν πως αυτοί με την ηχηρή τους αποδοχή αναδεικνύουν τους άξιους κάθε φορά να υποδυθούν τους ρόλους. Αστείο πράγμα! Οι ρόλοι, όπως πάντα, είναι δοσμένοι σε όσους το αξίζουν. Μα δεν υπάρχουν πια. Κι έτσι, έχει γεμίσει ο τόπος από ρόλους ορφανούς και από σκιές αφανισμένων ηρώων. Με τα ονόματα τους να κοσμούν κάποιους δρόμους ίσα ίσα για να αναρωτιέται κάποιος νεαρός σήμερα: «μα τι επιτέλους έγινε το ’73;» και να καταθέτει την απαξίωσή του: «μας πρήξατε πια με το Πολυτεχνείο σας». Ε, βέβαια, τι να σου κάνει και αυτός ο αφελής αδαής, όταν τα τελευταία χρόνια ακούει από πολλούς το ανιστόρητο «μια χούντα ζούμε». Σε σύγχυση όλα, ανάκατα, χούντες, δικτατορίες και μνημόνια. Πώς αλήθεια αντιδρούν και όσοι ζήσαν την Κατοχή (την πραγματική), όταν ακούν το άλλο ανιστόρητο «ζούμε μια νέα γερμανική κατοχή»; Κάπως έτσι ισοπεδώνονται οι λέξεις και το νοηματικό τους περιεχόμενο ευτελίζεται.  Όλα μοιάζουν ίδια και όμοια.

Έτσι, και φέτος για άλλη μια φορά θα νιώσουμε κάποιοι σαν να πρέπει να απολογηθούμε κι από πάνω για τα ξεσηκωμένα τότε νιάτα μας. Και ενώπιος ενωπίω με τον σημερινό μας εαυτό να τον ψέξουμε για τα όσα ακολούθησαν μετά το ’73. Εκτός και συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι ζούμε σ’ έναν τόπο που αρέσκεται να εορτάζει με φανφάρες αλλά που δεν επιθυμεί με τίποτα να δει τα πολιτικά πράγματα με σοβαρότητα.

Εντάξει, ας αθροίσουμε πάλι τα χρόνια που περάσαν, ας θυμηθούμε και ας σκεφτούμε για άλλη μια φορά το σύνθημα που στοίχειωσε «Το Πολυτεχνείο ζει». Ναι, ζει, αλλά με σωληνάκια στην εντατική, σε άγρυπνο κώμα. Και δεν ελπίζει σε ανάνηψη, με νεκρωμένο τον εγκέφαλο. Θλίψη.

 

Εσθητός Ραφαήλ

Η ρωγμή

Η δεκαεφτά Νοέμβρη είναι μία μέρα μετά την δεκάτη έκτη Νοεμβρίου και μία μέρα πριν την δεκάτη ογδόη Νοεμβρίου. Αλλά –ως γνωστόν– γνωστή έχει μείνει και θα μείνει μόνο η δεκαεφτά Νοέμβρη. Προς τι όμως αυτό; Είναι καθαρά θέμα Ρωγμής.

Ρωγμή είναι όταν αρχίζει και σπάει αυτό που έπρεπε να σπάσει γιατί δεν έπρεπε καν να υπάρχει. Αυτό που πρέπει να σπάσει είναι πάντοτε ΚΑΚΟ. Κακό είναι οτιδήποτε με αφύσικο τρόπο σε καταπιέζει.

Η πιο αισχρή από όλες τις μορφές τού Κακού είναι ο Φασισμός. Αλλά ο Φασισμός είναι Κρίμα γιατί ο Φασισμός είναι Πάθηση Βαρεία και πολύ φοβούμαι πως είναι και πάθηση κολλητική. Ειδικά στην περίπτωση εκείνων των ανθρώπων που ο οργανισμός τους παρουσιάζει ανησυχητικά χαμηλές Τιμές στα σκεψόνια. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται εγχείριση.

Ρωγμή είναι το αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της εγχείρισης.

Στις 17 Νοέμβρη έγινε μία πολύ μεγάλη εγχείριση. Μία βαθιά ωραία Ρωγμή. Κάθε Ρωγμή είναι αιτία Μνήμης, που θα πει σκέψης, που θα πει Χαράς. Καθότι ψυχαναγκαστικός όμως και μάλλον τελειομανής, έχω την εντύπωση ότι αυτή την εγχείριση-Ρωγμή θα την ήθελα ολίγον τι βαθύτερη. Και να μην μου περνάει ποτέ από το μυαλό ότι αυτό το πράγμα που προκάλεσε αυτήν την ωραία Ρωγμή υπάρχει περίπτωση να ξαναβγάλει δόντια.

Θεός φυλάξοι.

 

Μαγριπλής Δημήτρης

Διαδήλωση κάτω από τα σκεπάσματα

Άμα τρώω μελιτζάνες το βράδυ, βλέπω εφιάλτες. Το ξέρω κι όμως το κάνω και το ξανακάνω και λέω υπεύθυνα: «Τελευταία φορά». Χθες  ήταν ακόμη μια τέτοια νύχτα. Σηκώθηκα κάθιδρος και με το στομάχι μου κόμπο. Δεν είχα αίσθηση του τόπου και του χρόνου. Σαν ζόμπι κινήθηκα λίγο και άκουσα σειρήνες και φωνές.

«Δεν ξέρω τίποτα». Αυτό θα έλεγα αν με συλλάβουν. Απλά, η Μαρία… Αυτή ήταν η αιτία που βρέθηκα εδώ. Η Μαρία με τα μαύρα μακριά μαλλιά και κείνο το χαμόγελο που σκοτώνει. Και πού είναι τώρα; Ο Θεός μόνο ξέρει. Συστάσεις δεν είχα, τη  γνώρισα χθες, άλλο τίποτα δεν έχω να δηλώσω.

Έπιασα το κεφάλι μου. «Ποιος θα με πιστέψει», αναρωτήθηκα. Κοίταξα γύρω, σκοτάδι. Μόνο τα κόκκινα περιστρεφόμενα φώτα. «Είναι απέξω, έρχονται», σκέφτηκα και διπλώθηκα στα δύο. Περίμενα. «Μπορεί να μη με δουν. Μπορεί να  γίνω αόρατος και να με προσπεράσουν. Μπορεί να με λυπηθούν και να με αφήσουν να φύγω. Παιδιά όπως είμαστε… δεν θα χτυπήσουν.»

Τι το ’θελα. Σε λίγους μήνες θα έπαιρνα πτυχίο, έπειτα  στρατό. Δύο χρόνια και κάτι μήνες. Όλα τα είχε κανονίσει ο πατέρας μου. Άνθρωπος των καταστάσεων και φυσικά δικτυωμένος. Θα περνούσα ζάχαρη. Μετά, το δικηγορικό γραφείο στην επαρχία. Οικογενειακή επιχείρηση. Τι με έπιασε;  Ελευθερίες, ανθρώπινα δικαιώματα… Τι  παράνοια…

Η ώρα περνάει αργά. Κάθε λεπτό και χρόνος ολάκερος. Κάθε στιγμή και σταγόνα που τρέχει. Ιδρώτας. Οι φωνές, στην ταράτσα, ρυθμικά συνεχίζουν να πάλλονται. Πρέπει να φύγω  και όμως δεν μπορώ να κουνηθώ. Θα με πιάσουν. Με συνοδεία θα με μεταφέρουν στην ασφάλεια. Στο κελί θα πάψουν να με χτυπούν. Εκεί θα είναι και άλλοι φοιτητές. Κάποια στιγμή θα έρθουν να με δουν οι δικοί μου. Κάτι θα φέρουν, κάτι θα κάνουν και όλα θα μοιάζουν απλά εφιάλτης. Ο θείος είναι στρατιωτικός. Το παιδί, θα πει, παρασύρθηκε. Αν χρειαστεί θα τα ξεράσω όλα. Για τις  προκηρύξεις, για τον πολύγραφο… Θα δώσω ακόμη και ονόματα… Δεν αντέχω το ξύλο. Από μικρό με τρομοκρατούσε η αίσθηση της βίας.

Κάποιος ανεβαίνει τις σκάλες. Ήχος βαρύς. Φοράει μπότες. Εσατζής θα είναι. Μπαίνουν μέσα. «Μάνα, σώσε με». Κρύβομαι κάτω από τα σκεπάσματα. Να γίνω ελάχιστος. Να φύγω μακριά με το νου. Μου το είχε πει ο Άκης, που έκανε μήνες στο Μεταγωγών. Δεν αισθάνεσαι τον πόνο. Απλά λιποθυμάς και ύστερα σε αφήνουν ήσυχο. Αυτό είναι. Τα βήματα ακούγονται στο διάδρομο. Μετρώ την απόσταση.  Είναι στην πόρτα. Έπρεπε κάτι να έχω βάλει από πίσω. Τώρα είναι αργά. Η  πόρτα ανοίγει με θόρυβο. Τετέλεσται.

- Δεν περνάει ο φασισμός, φωνάζω με όλη μου τη δύναμη.

Ανοίγει το φως. Κάποιος με κοιτά σαν χαμένος. Φοράει κουκούλα και έρχεται προς  το μέρος μου.

- Ψωμί – παιδεία – ελευθερία, συνεχίζω απτόητα.

Δύο χέρια με πιάνουν σφιχτά. Αγωνίζομαι να ξεφύγω αλλά μάταια. Ανοίγω τα μάτια με κόπο. Απέναντι μου η Μαρία. Ανοίγει τον δέκτη. Εικόνες από την κατάληψη της  Νομικής.

-Τι είναι αυτά; ρωτώ με ασφάλεια.

- Μετανάστες, ταμπουρώθηκαν στο άσυλο ζητώντας δικαιώματα, μου απαντά αδιάφορα.

- Εξοργιστικό, δηλώνω και γυρίζω πλευρό. Δεν ξανατρώω μελιτζάνες, της λέω κι εκείνη γελώντας αλλάζει σταθμό. 

 

Οικονόμου Γιώργος

Μια ταπεινή ιστορία χωρίς ήρωες και κατορθώματα

 17 Νοεμβρίου 1973.Πολυτεχνείο.Ούτε ήξερα κατά που έπεφτε το κτίριο.Ό,τι είπε το ραδιόφωνο αυτό άκουσα. Άλλο να πω για τη μέρα εκείνη,δεν έχω.

17 Νοεμβρίου 1974.Μαθητής της Β’ τάξης του Η΄ Γυμνασίου Θεσσαλονίκης.Απογευματινοί, κι όπως περιμέναμε στην αυλή να χτυπήσει το κουδούνικάποιος από μας είπε ‘’Ρε σεις γίνεται πορεία για το Πολυτεχνείο. Είστενα πάμε κι εμείς;’’

Μέσα σε δέκα λεπτά,πάνω από 100 μαθητές ξεκινούσαμε με τα πόδια απ’τοΒιαμυλ που ήταν το σχολείο μας με προορισμό την πλατεία Αγίας Σοφίας.Οχτώ με δέκα χιλιόμετρα απόσταση.

Τραγουδούσαμε; Φωνάζαμε; δεν θυμάμαι.Φτάσαμε εγκαίρως.Πώς μας αντιμετώπισαν την επομένη οι καθηγητές μας; Τι μας είπαν;Κι εδώ η μνήμη δε βοηθάει.Το μόνο που θυμάμαι είναι πως εκείνη την εποχή φυσούσε ένα αεράκιΕλευθερίας κι εμείς δεκατετράχρονα παιδιά μπορεί να μην ξέραμενα το ονοματίσουμε είχαμε όμως το ένστικτο και το ακολουθήσαμε.Μ’αυτό το αεράκι πορευτήκαμε κι όσες φορές πέσαμε ,αυτό μας ώθησενα σηκωθούμε.

 

Σαραντέα Κική

Ενδέκατος μήνας

Στα σκαλιά της γκρι πολυκατοικίας στο νούμερο έντεκα, κάθε πρωί στις εννέα ακριβώς και με όλους τους καιρούς, κάθεται  σταυροπόδι ο κύριος Χρήστος. Είναι γέρος, ήσυχος και μοναχός. Ταΐζει τις γάτες της γειτονιάς, τις χαϊδεύει και τους μιλάει και εκείνες παίζουν με την μακριά  βρώμικη γενειάδα του, κοιμούνται στα πόδια του και τον αγαπούν. Καμιά φορά κάθομαι δίπλα του, τον κερνάω τσιγάρο και του διαβάζω τις ιστορίες μου. Εκείνος με κοιτάει πάντα ευθεία στα μάτια και μου λέει, κοπέλα μου καλή, κοπέλα μου καλή...                                                                                                                                      

Και μια φορά με κοίταξε, μου μίλησε και είπε: «Κοπέλα μου καλή, θέλω να γράψεις μια ιστορία για έναν Ηλία και έναν Νίκο, για μια Γωγώ, μια Μαρία, για έναν Παύλο, μια Κατερίνα και έναν Ορέστη, λεβεντιές καμαρωμένες που με μάτια λαμπερά  θάμπωσαν τον ήλιο, ξεφώνισαν με τόλμη ότι o βασιλιάς είναι γυμνός, που με  χέρια καθαρά σήκωσαν ανταρσία και ανέτρεψαν άγριους καιρούς, που σε μια τσιμεντένια αυλή φύτεψαν ένα δάσος και το τώρα το έκαναν αύριο. Γράψε κοπέλα μου καλή  ότι το στόμα τους είναι γεμάτο χώμα και φτύνουν συντρίμμια, αγέννητους, αντίλαλους και ίχνη, και ο Ιησούς εκεί κοντά, πιστό σκυλί, γλείφει τις πληγές τους... Γράψε μια ιστορία για κάλπικες σφαίρες σε λάβρες καρδιές και, κοπέλα μου καλή, μην ξεχάσεις, όπως σου είπα, λεβεντιές καμαρωμένες, όλοι γεννημένοι αυθεντικά και απείθαρχα 17 Νοέμβρη».

 

Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης

Το ηλικιωμένο ψαράκι της γυάλας

Αν θυμάσαι, επέστρεψα στο δυαράκι της Καισαριανής. Κι έμεινα εκεί για πάντα. Έζησα τη ζωούλα μου πάνω σε ένα φερ φορζέ με τη συνείδησή μου ήσυχη. Ότι μπορεί τον κόσμο να μην τον έσωσα, αλλά τουλάχιστον εξασφάλισα μια άνετη διαβίωση για το ψαράκι μου. Στα τοιχώματα της γυάλας του διέκρινα τα μαλλιά μου να ασπρίζουν, τα δόντια μου να πέφτουν και τη μνήμη μου να συναγωνίζεται σε κενά και ελλείψεις αυτήν του ψαριού. Και να ’μαι τώρα. Ενενήντα χρονών, μαγκούφης γέρος. Ακόμη περιμένω από τη νέα γενιά να αναλάβει το καθήκον που αρνήθηκα ο ίδιος να εκτελέσω. Λέω για εκείνο το όμορφο Απριλιάτικο πρωινό του ΄67. Που έκοβα βόλτες μακριά από το στρατοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας. Ζυγίζοντας μικροχαρές και μεγαλοδυστυχίες από τη ζωή μου τη χαμένη. Να πω ότι δεν ντρέπομαι για την επιλογή μου, θα είναι ψέματα. Αλλά έτσι όπως τα λογαριάζω τώρα στα στερνά, κρίνω ότι έπραξα σωστά. Όχι για το ψαράκι ούτε για το φερ φορζέ ούτε για το δυαράκι. Ο αληθινός λόγος είναι ότι δεν ήθελα, δεν άντεχα, δεν μπορούσα να ’χω ξανά μανά τα ίδια, δηλαδή κυνηγητά, βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας και εξορίες στη Λέρο, στη Γυάρο, στον Άγιο Ευστράτιο και στη Μακρόνησο, για να ’ρχεσαι εσύ μετά, ο αμετανόητος ή ο πεπλανημένος, και να μου λες: Και δρόμους χτίσανε και γέφυρες φτιάξανε και δουλειές δώσανε στον κοσμάκη.

Πολλές οι ποικιλίες των ψαριών, βλέπεις. Πολλά τα μεγέθη και της γυάλας.

Μοναχικές πορείες "στον Δημήτρη Χριστόπουλο"

Κάποιοι Νοέμβρηδες αντηχούν ακόμη στο μυαλό μου. Μουσική από Θεοδωράκη και Φαραντούρη, Μικρούτσικο και Δημητριάδη. Και νωρίς το μεσημέρι, σαν τελειώσει η σχολική επέτειος παίρνω πάντα μονάχος μου τους δρόμους. Διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, άδειες βιτρίνες, βιαστικοί περαστικοί, σουβλάκι στη λαδόκολλα και καπουτσίνο με κανέλα στο χέρι. Κάποιες φορές κοντοστέκομαι στην άκρη του πεζοδρομίου με την κρυφή ελπίδα ότι έναν Καλτεζά, έναν Κουμή, μια Κανελλοπούλου, έναν Μαρίνο ή κάποιον Φύσσα αργά ή γρήγορα θα συναντήσω. Κι ύστερα πάλι σκύβω το κεφάλι, υψώνω τα τρύπια λάβαρά μου και ακόμη πιο μονάχος σφίγγω τα δόντια μου και συνεχίζω.