Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 05.05.17 ]

Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου

φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα

 Μ. Αναγνωστάκης

 Το δωμάτιo φωτίζονταν μόνο από την οθόνη του υπολογιστή. Ώρες, τώρα, προσπαθούσα, μάταια, να ταξιδέψω στη γυάλινη επιφάνειά του. Ούτε ένα βήμα ούτε μία λέξη. Ήταν αδύνατο να αισθανθώ κάποια συγκίνηση, ένα οποιοδήποτε συναίσθημα κι έτσι κατέφυγα στη θάλασσα. Κατέληξα ότι η αρμύρα που σου χαράζει το πρόσωπο δεν είναι ίδια με τη σκουριά, ακόμα κι όταν η τελευταία είναι άγια.

Μπορεί και να γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι η ζωή είναι δίπλα, στον ίσκιο του γενέθλιου δέντρου, μπορεί και να τη δεχθείς από ανάγκη ή δειλία, αλλά δεν θα τη νιώσεις ποτέ, έτσι λειψός από ταξίδια και περιπέτεια που θα ’σαι, σαν τους φαροφύλακες. Το πολύ να οικειοποιηθείς ταξίδια άλλων, καταγράφοντας και αποκωδικοποιώντας την πορεία τους, όχι σαν υψηλόφρων κλέφτης κι εραστής, αλλά σαν φτηνός λογοκλόπος.

Κάποτε μπορείς να φανταστείς ταξίδια αταξίδευτα κι άλλα τέτοια που βρίσκει κανείς στα λογοτεχνικά υποκατάστατα, όπως τα μυθιστορήματα. Όταν, όμως, ρίχνεσαι με μια σχεδία στη φουρτουνιασμένη θάλασσα για να πας, όπου πας, και νιώσεις με όλες σου τις αισθήσεις τον πλούτο και τη φτώχεια του κόσμου, την ομορφιά και την αδικία της ζωής, τότε, μόνο τότε, μπορείς να συστήσεις μία βιογραφία και τότε, ίσως, η αφήγηση να μπορέσει να σκαντζάρει το ταξίδι. 

Αλλά τι είναι αυτός ο νέος, ηλεκτρονικός καθρέφτης που βρίσκεται απέναντί μου; Κάποτε, ο κόσμος των καθρεφτών και ο κόσμος των ανθρώπων δεν ήταν, όπως σήμερα, ξεκομμένοι ο ένας απ’ τον άλλον. Οι δύο επικράτειες η κατοπτρική και η ανθρώπινη, αυτό που οι άνθρωποι νόμιζαν πως ήταν κι αυτό που οι άλλοι έβλεπαν σ’ αυτούς, ταυτίζονταν, συνυπήρχαν αρμονικά, και ο καθένας μπορούσε να μπαινοβγαίνει στους καθρέφτες σαν στο σπίτι του.

Ώσπου, μια νύχτα, ο Κίτρινος Αυτοκράτορας με τη μαγική του τέχνη φυλάκισε τους ανθρώπους μέσα σε καθρέφτες, που περιέφραξε με χοντρά κάδρα, τους απογύμνωσε από το πρόσωπό τους, τους πήρε τις μορφές και τους περιόρισε σε δουλικούς αντικατοπτρισμούς στο μεγάλο τοτέμ, που το είπαν Αυτό.

Λένε όμως, ότι θα ’ρθει μια μέρα που όλα τα μαγικά ξόρκια θα λυθούν και από τα βάθη των καθρεφτών θα ακουστεί η κλαγγή των όπλων. Οι καθρεφτάνθρωποι θα πάψουν να μιμούνται και θα κάνουν την μεγάλη έξοδο από τα γυάλινα δεσμά τους προς τον κόσμο της αυθεντικότητας, φορώντας τη μάσκα του πρώην υποδιοικητή Μάρκος, δηλαδή το κατάδικό τους πρόσωπο και όχι αυτό που τους φορούν οι άλλοι…