Για μια απάντηση στη βία της ακροδεξιάς

[ Γιώργος X. Παπασωτηρίου / Ελλάδα / 02.09.17 ]

Στη μνήμη του Παύλου Φύσσα

Διακηρύττουν ότι η βία είναι παντού, ότι είναι εγγενής στον άνθρωπο και στη φύση, ότι βίος ίσον βία. Προβάλλουν ως επιχειρήματα τη βία του Χέγκελ, ως ιδρυτική δύναμη της ανθρώπινης ιδιότητας, την ακόρεστη libido dominandi του Μακιαβέλι, το βαμπιρικό τρόμο του θανάτου, την οντολογική βία του Χάιντεγκερ κ.ά. Λένε πως στην επιθυμία, στην αγωνία, στη χαρά και στην οδύνη, παντού βρίσκεται η βία σαν σκουλήκι μεσ’ στο μήλο. «Λειώσε πριν σε λειώσουν», το σύνθημά τους! Απέναντι σ' αυτούς τους κυνικούς, υπάρχουν και οι  πιο ήπιοι, οι ωφελιμιστές, αυτοί που θεωρούν ότι η βία εναντίον του Άλλου, πρέπει να είναι δημιουργική. Μόνο που χαρακτηρίζουν ως δημιουργική τη βία της ανάπτυξης που «μοιάζει με εκείνο το ειδωλολατρικό ξόανο που πίνει το νέκταρ από το κρανίο των δολοφονημένων(σκλάβων)», αλλά ουτοπική και αντιπαραγωγική τη βία που επιχειρεί «πρακτικές βελτιώσεις στην άθλια ανθρώπινη συνθήκη» των "κάτω". Το ίδιο άχρηστα θεωρούν και τα μεγάλα πολιτικά οράματα της ιστορίας που επιδιώκουν να «εξορθολογίσουν τη βία».

 Για να νομιμοποιήσουν τη βία τους, λένε πως αυτή είναι στη φύση του ανθρώπου και των πραγμάτων. Είναι όμως η βία στη Φύση και στη φύση του ανθρώπου; «Η φύση, γράφει ο Μοντεσκιέ, ενεργεί πάντα με βραδύτητα και κατά κάποιον τρόπο, με οικονομία: οι λειτουργίες της ποτέ δεν είναι βίαιες... πάντα πορεύεται με τάξη και μέτρο· αν την πιέσουμε, γρήγορα θα μαραζώσει...». Αν, λοιπόν, κύριο χαρακτηριστικό της φύσης του ανθρώπου είναι η βία, τότε ο άνθρωπος δεν έχει καμιά σχέση με τη Φύση. Η αναγωγή της βίας στη φύση του ανθρώπου μοιάζει με την «φυσική υποταγή» της γυναίκας στον άντρα, την οποία, όπως αναφέρει μια περσίδα, «Δεν αρκεί να την αποδεχθούμε, πρέπει κιόλας να μας εκπαιδεύουν σ’ αυτήν, έτσι ώστε να μας στηρίξει την κρίσιμη στιγμή, όταν αρχίζουν να γεννιούνται τα πάθη που μας ωθούν στην ανεξαρτησία». Άρα, η βία του ανθρώπου στην εποχή του πολιτισμού οριοθετείται και οροθετείται από νομικούς και εθιμικούς κανόνες, που φυσικοποιούνται και καθίστανται συμβολική τάξη μέσω της εκπαίδευσης. Έτσι ώστε ο ανταγωνισμός(βία) δια της συνήθειας (habitus) να μοιάζει με «φυσικό φαινόμενο».   

 Και επειδή εμείς αρνούμαστε τη βία ως απάντηση στη βία, κάποιοι θα αντιδράσουν, θεωρώντας την προσέγγιση αυτή πασισφιστική, αν όχι «νερόβραστη». Να πούμε, λοιπόν, ότι η Χάνα Άρεντ διακρίνει τη δύναμη από τη βία· αυτή η δύναμη είναι «η δύναμη της σύνθεσης μέσω της ομιλίας και του πράττειν στους δημόσιους χώρους». Πρόκειται για μία δυναμική πολιτική σύνθεση, όπου ενυπάρχουν και «σπέρματα» βίας. Όμως δεν είναι βία, αλλά μία εξισορρόπηση δυνάμεων, σημειώνει η Χ. Άρεντ. Αυτή μπορεί να είναι μία μη βίαιη και, συγχρόνως, μη πασιφιστική προσέγγιση, που διαφέρει από εκείνη του Χάιντεγκερ, που διατείνεται πως «τα οικεία όρια υπερβαίνει ο άνθρωπος βιαιοπραγών»- οργώνει τη γη- αλλά για να ημερώσει και να συναρμόσει τις δυνάμεις·…». Όχι η βία δεν εξημερώνει. Η βία γεννά βία. Και μόνο μία σάπια διαλεκτική, που υιοθετείται σήμερα από τους νεοφιλελεύθερους και την ακροδεξιά, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι ο θάνατος ανθρώπινων υπάρξεων δημιουργεί συνθήκες μη βίαιης ζωής. Πρόκειται για έναν ανορθολογισμό που βασίζει τη... λογικότητά του στους αποκλεισμούς! Δηλαδή, ας πεθάνουν όλοι οι άλλοι για να ζήσουμε εμείς. 

Απέναντι στη βία της νέας -διαδικτυακής- ακροδεξιάς, η αριστερά στις ΗΠΑ και αλλού απαντά με την ανακλαστική αντι-βία των Antifa, την οποία πρώτος έψεξε ο Νόαμ Τσόμσκι ως μη ενδεδειγμένη απάντηση, καθώς ηθικά νομιμοποιεί τη βία και πολιτικά είναι υπέρ του πιο βίαιου. Στην ίδια κατεύθυνση με τον Ν. Τσόμσκι, προτείνουμε την αλλαγή πεδίου και τη μετάβαση από τον συσχετισμό δυνάμεων και την άγρια βία, στο πεδίο της Δύναμης -δηλαδή της σύνθεσης μέσω της Ομιλίας και της δημόσια Πράξης- και των μορφών, δηλαδή της τέχνης, όπου θα αποκαλύπτεται η οπτική απάτη, καθώς και της εκπαίδευσης. Μετακινούμαστε στο πεδίο που επιχειρούν να ελέγξουν, στο κεφάλι των ανθρώπων. Εκεί, με άλλα λόγια, όπου παίζεται το παιγνίδι της γενικευμένης τηλε-επιτήρησης ενός κόσμου που μετακινείται από τις «κοινωνίες εγκλεισμού» του Φουκώ στις «κοινωνίες ελέγχου» του Ντελέζ. Γιατί ο μπάτσος δεν είναι πλέον μόνο εκτός, είναι και εντός. Είναι μέσα στο κεφάλι.

Και η περίφημη «εικονική πραγματικότητα» δεν είναι τόσο η πλεύση στον κυβερνοχώρο όσο η μεγέθυνση, η ενίσχυση δηλαδή του «οπτικού πάχους των εμφανίσεων του πραγματικού κόσμου», έτσι που να δραματοποιούνται ασήμαντες πραγματικές καταστάσεις και να υποβαθμίζονται οι σημαντικές. Αυτός ο μεγάλος οπτικός υπέρ-ορίζοντας, που αναπτύσσεται στον κυβερνοχώρο (συμπεριλαμβάνοντας οργανικά και τα παραδοσιακά μίντια) γίνεται ο τόπος κάθε εικονοποίησης (στρατηγικής, οικονομικής, πολιτικής...) των κυρίαρχων ελίτ και είναι αυτός που καθιστά δυνατή την ανάπτυξη ενός «ολισμού» που θα ανανεώσει τους ολοκληρωτισμούς του παρελθόντος. Ακριβώς, αυτό συμβαίνει ήδη στις ΗΠΑ με την ανανεωμένη ακροδεξιά («εναλλακτική δεξιά»Alt Right), που αναπτύσσεται τόσο στην κορυφή όσο και στην κοινωνική βάση.

Στην τεχνολογική ενδυνάμωση και τη λογική του ελέγχου, που βρίσκεται στον πυρήνα του καπιταλιστικού προτάγματος, εμείς θα αντιπαραθέτουμε την πολιτική ελευθερία, δηλαδή το «κριτικό, στοχαστικό, δημοκρατικό άτομο» που είναι στις μέρες μας καθηλωμένο από τη «δυναμική ηγεμονία της οπτικής του ελέγχου». Γιατί η τεχνολογική «περίφραξή» μας, που εξαλείφει τον ελεύθερο χρόνο ως πηγή της δημιουργικής αταξίας και της ριζοσπαστικής φαντασίας,  οδηγεί στο «τέλος του νοήματος» (Κ. Καστοριάδης).

Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα αναζητούμε την Εντοπία, την επανεύρεση δηλαδή της αρμονίας του ανθρώπου με τη φύση και τη φύση του, όπου η βία επί του χρόνου εξαλείφεται, αφήνοντας τη δυνατότητα στη φύση να ξαναγεννηθεί. Προβάλουμε δηλαδή μία νέα πολιτική και κοινωνική οικολογία της ανθρώπινης ύπαρξης, ένα νέο πολιτισμό, μέσα από τις ποικίλες μορφές της τέχνης, τη μουσική, την ποίηση, το θέατρο... Έτσι που στο τέλος να λέμε μαζί με τον Καμύ: «Δεν γνωρίζω άλλο χρέος από την αγάπη.»