Αχιλλεύς Παράσχος, ο εκπρόσωπος του ρομαντισμού στην Ελλάδα

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 13.11.17 ]

 

   Αλήθεια ποιος θυμάται το κυριότερο εκπρόσωπο του ρομαντισμού στην Ελλάδα, τον ποιητή που μεσουράνησε για μια πεντηκονταετία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, ποιος θυμάται τον Αχιλλέα Παράσχο;

   Ο Α.Π. γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1833. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Χίο και είχε λάβει ενεργό μέρος στον Αγώνα. Μετά την καταστροφή της Χίου, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπως και πολλοί άλλοι αγωνιστές. Αργότερα ήρθε στην Αθήνα και  στη συνέχεια τον ακολούθησε και η οικογένειά του. Εγκαταστάθηκαν στη συνοικία Ροδακιό, όπου ο ποιητής έζησε μέχρι το θάνατό του. Από τα γυμνασιακά του κιόλας χρόνια άρχισε να γράφει ποιήματα, ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγαλύτερου αδελφού του Γεωργίου. Στo μεταξύ ο Α. Π. έχει ήδη προσχωρήσει στον αντιοθωνικό αγώνα. Ακολουθώντας το πρότυπό του, τον ποιητή Αλέξανδρο Σούτσο, ο οποίος βρισκόταν στη φυλακή, γράφει στίχους φλογερούς, παρακινώντας σε εξέγερση κατά του Όθωνα. Στις ταραχές που ακολούθησαν πρωτοστάτησε η λεγόμενη «Χρυσή Νεολαία» και ο Α.Π. φυλακίστηκε δυο φορές μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του στις φυλακές του Μενδρεσέ, από όπου απελευθερώθηκε μετά από τις διαμαρτυρίες του Τύπου τον Νοέμβριο του 1861. Μάλιστα από την κράτησή του στις φυλακές εμπνεύστηκε τα ποιήματα «Οι μάρτυρες» και «Ο πλάτανος του Μενδρεσέ».

Μετά την αποφυλάκισή του αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ποίηση. Συχνή είναι η παρουσία του στη δημόσια ζωή με απαγγελίες ποιημάτων σε εθνικές γιορτές ή άλλες εκδηλώσεις. Υπηρέτησε σε διάφορες δημόσιες θέσεις, βραχύβιες ως επί το πλείστον: «γραμματεύς α΄ τάξεως» στο Υπουργείο Εσωτερικών, έπαρχος Μήλου, «γραμματεύς του εν Οδησσώ προξενείου», έπαρχος Θήρας,  «ανώτερος υπάλληλος στο τμήμα μεταλλείων του Υπουργείου Οικονομικών», «έφορος της Βιβλιοθήκης της Βουλής»,  «Κοσμήτωρ της Βουλής». Ο Χαρίλαος Τρικούπης τον διορίζει υποπρόξενο στο Ταϊγάνι της Ρωσίας και στη συνέχεια υπηρετεί εκεί ως πρόξενος σε διαδοχικές θητείες.

Ο Α.Π. υπήρξε πολυγραφότατος. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι σχεδόν δεν υπάρχει εφημερίδα, περιοδικό ή ημερολόγιο της περιόδου 1854-1895 που να μην περιλαμβάνει ποιήματά του. Το 1881 τυπώνονται σε τρεις τόμους τα  μέχρι τότε διάσπαρτα ποιήματά του. Το γεγονός αυτό, το οποίο είχε προαναγγελθεί με διαφημίσεις και καταχωρήσεις στον τύπο, θεωρήθηκε πολύ σημαντικό. Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Παράσχου έγινε ανάρπαστη, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού.

   Ο  ποιητής συχνά καλούνταν να εκφωνήσει επιτάφιους λόγους ή να απαγγείλει ποιήματα σε διάφορες περιστάσεις, κυρίως στις εθνικές γιορτές, είτε στην Ελλάδα είτε στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Ειδικά στα αναγνώσματα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» ένα πολυπληθές ακροατήριο συγκεντρωνόταν για να ακούσει τον ποιητή, συχνά μάλιστα πληρώνοντας και αντίτιμο. Ο Τύπος της εποχής αναφερόταν συνήθως στις εμφανίσεις αυτές του Παράσχου με περιγραφές επαινετικές έως και διθυραμβικές.

Ο Ιανουάριος του 1895 βρίσκει τον ποιητή να ασθενεί σοβαρά. Η ασθένειά του επιμένει σε διάρκεια. Ο Τύπος, με συχνά δημοσιεύματα, εύχεται υπέρ της ανάρρωσής του. Ο Παράσχος εξέπνευσε την αυγή της Πέμπτης 26 Ιανουαρίου 1895. Οι περισσότερες  εφημερίδες της εποχής αναφέρθηκαν λεπτομερώς στο θάνατο του ποιητή, με πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα  και αφιερώματα. Η κηδεία του υπήρξε πάνδημος: «Εν τω οίκω του ποιητού είχον προσέλθει ο αντιπροσωπεύων τον Βασιλέα τελετάρχης κ. Παπαρρηγόπουλος, ο πρωθυπουργός κ. Δεληγιάννης, ο πρόεδρος της Βουλής κ. Βουδούρης, ο υπουργός της Παιδείας κ. Βλάχος, ο των Εσωτερικών κ. Μεταξάς και ο των Στρατιωτικών κ. Παπαδιαμαντόπουλος και ο πρώην πρωθυπουργός κ. Τρικούπης. Από του θανάτου του αειμνήστου Κουμουνδούρου είχον αι Αθήναι να ίδωσι τόσον πάνδημον κηδείαν. Ό,τι καλόν εν τοις γράμμασι και τη επιστήμη παρηκολούθει. Οι λόγιοι καθ’ ομίλους, πολλοί καθηγηταί του Πανεπιστημίου, άπαντες βεβαίως οι φοιτηταί, η αληθής και ζώσα αντιπροσωπεία του Έθνους ολοκλήρου. Εν τω ναώ μέγας ήτο ο συνωστισμός και μετά την νεκρώσιμον ακολουθίαν, άπαν το πλήθος παρήλασε προ του φερέτρου και ένδακρυ κατησπάζετο τον ποιητήν του» (Εφημερίς των Συζητήσεων φ.427 28/1 1895).

Η φήμη του ενέπνευσε πολλούς, ομοτέχνους του και μη, να γράψουν και να του αφιερώσουν ποιήματα όσο ζούσε. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα ποιήματα αυτά είναι «απαντήσεις» σε ποιήματα του Παράσχου και δίνουν την εντύπωση μιας άτυπης ποιητικής «συνομιλίας».  Αναφέρονται ενδεικτικά : ο Α.Ρ.Ραγκαβής, ο Αρ. Βαλαωρίτης, ο Άγ. Βλάχος, ο Γ. Στρατήγης, ο  Αρ. Προβελέγγιος και ο  Π. Νιρβάνας. Αλλά και ο θάνατός του έδωσε αφορμή να γραφούν αρκετά ποιήματα από επώνυμους (Γ. Σουρής, Μ. Μαλακάσης) αλλά και ανώνυμους ποιητές.

 Λίγα χρόνια αργότερα η χήρα του ποιητή, συνεπικουρούμενη από μια ομάδα πνευματικών ανθρώπων ξεκίνησε την προσπάθεια για την έκδοση των ανεκδότων ποιημάτων του (2 τόμοι-1902). Το 1929 με πρωτοβουλία του «Παρνασσού» και της Επιτροπής Ολυμπίων Κληροδοτημάτων στήθηκε η προτομή του ποιητή, έργο του γλύπτη Δημητριάδη Αθηναίου, στο Ζάππειο. Η τελετή πραγματοποιήθηκε με πολλή επισημότητα. Παρέστησαν ο Πρόεδρος της Βουλής, οι Υπουργοί Παιδείας και Δικαιοσύνης, ο Δήμαρχος Αθηναίων, το Διοικητικό Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και πλήθος κόσμου.

Ο Αλέξανδρος Βυζάντιος, φίλος του ποιητή, τον περιγράφει  στη «Νέα Ημέρα» (1895): «Ευθυτενές το σώμα, ευγενής η όψις, αέτειος η ρις, πλήρεις φωτός οι οφθαλμοί, η πυκνή καστανή κόμη κατερχομένη δίκην χαίτης μέχρι των ώμων. Δεν ηρκείτο ων ποιητής· ήθελε και να φαίνεται τοιούτος εν τη φράσει, εν τη στάσει, εν τω ιματισμώ. Ωμίλει πομπωδώς, αποφεύγων τα πεζά θέματα, εβάδιζεν ως θριαμβευτής ανερχόμενος εις το Καπιτώλιον». Και  ο Γ. Ξενόπουλος για τον ποιητή: «Ήτο ωραίος, εκπάγλως ωραίος. Λευκός, αβρόσαρκος, είχε γλυκύτατα μαύρα μάτια, άφθονα σγουρά μαλλιά, λεπτόν μουστάκι και υπογένειον. Έτσι τον πρωτοείδα κι εγώ, το χειμώνα του 1885, όταν ήλθα εις τας Αθήνας φοιτητής. Το ψηλόν καπέλον του Παράσχου και η ποιητική μορφή με την έκφρασιν μιας ποιητικής μελαγχολίας δέσποζεν εις το καφενείον του Ζαχαράτου».

Ο Αχιλλέας Παράσχος θεωρήθηκε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του ρομαντισμού και στο κίνημα αυτό έμεινε πιστός μέχρι το τέλος. Από τους ρομαντικούς ποιητές της εποχής του, εκείνος περισσότερο από όλους ασπάστηκε τα διδάγματά του και τα υπερασπίστηκε θερμά καθ’ όλη τη διάρκεια του ποιητικού του βίου. Η ελλιπής του μόρφωση και η άγνοια ξένων γλωσσών αναπληρωνόταν επάξια από τη ζωηρή του φαντασία και την ποιητική έμπνευση. Η φιλολογική του κατάρτιση ήταν ελάχιστη και την ξένη λογοτεχνία τη γνώριζε μόνο από τις μεταφράσεις, κάκιστες πολλές φορές, της εποχής του. Ο ρομαντισμός του προέρχεται κυρίως από τις επιδράσεις του Ουγκώ, του Σατωβριάνδου, του Βύρωνα, του Λαμαρτίνου. Ιδιαίτερα αγαπούσε το Βύρωνα. Τα βυρωνικά θέματα της φυγής, της περιπλάνησης, του έρωτα, της ελευθερίας, συνδυασμένα με μία μελαγχολία επηρέασαν τον Παράσχο.

Η ποίησή του στηρίζεται σε συγκεκριμένα και σταθερά μοτίβα: ο αγνός και άδολος πατριωτισμός, η συνεχής αναφορά στους άθλους των αρχαίων Ελλήνων-πολεμικούς και πνευματικούς-, ο αγνός έρωτας, η χριστιανική πίστη, η συμπόνια προς τους αδύναμους και κατατρεγμένους, ο αντιμοναρχισμός του. Ακόμη η εμμονή του στις πατροπαράδοτες ηθικές αρχές, ο θαυμασμός του προς τους εθνικούς ευεργέτες, ο σεβασμός απέναντι στους ήρωες του 21, η λατρεία του προς τον «εθνικό αναμορφωτή» Χαρίλαο Τρικούπη. Ο Α.Π. είναι κατ’ εξοχήν λυρικός ποιητής, μελαγχολικός, ελεγειακός. Ο πόνος του, είτε ερωτικός είτε πατριωτικός, τον οδηγεί σε ρητορισμό και μεγαληγορία.

Από τεχνικής άποψης-γλώσσα, μέτρο, ύφος-η ποίηση του Παράσχου έχει όλα τα γνωρίσματα της ρομαντικής τεχνοτροπίας. Χρησιμοποιεί παράλληλα τη δημοτική και την καθαρεύουσα. Τιμά ιδιαίτερα τον δεκαπεντασύλλαβο. Στις μετρικές του αδυναμίες περιλαμβάνονται η χασμωδία και η στιχουργική ακαταστασία. Στα ποιήματά του εντοπίζονται συχνά παρηχήσεις και περιττολογία.

Ένα από τα πιο οφθαλμοφανή σφάλματα είναι η σχεδόν τυχαία χρήση των λέξεων, όπως και η επανάληψη στο δεύτερο ημιστίχιο του ίδιου νοήματος. Οι στίχοι του είναι πηγαίοι αλλά αφρόντιστοι. Βγαλμένοι από την καρδιά, χωρίς να υποστούν πάντα την επεξεργασία της λογικής, είναι γεμάτοι παλμό, θερμοί, κατανοητοί, συγκινητικοί, αλλά ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται από στόμφο και υπερβολή. Σχεδόν σε κάθε ποίημα του Παράσχου ξεχωρίζει ο εμφαντικά συμπερασματικός και επιγραμματικός στίχος, ο οποίος εκφράζει τη συμπύκνωση της ποιητικής του ιδέας. Πολλοί στίχοι του έχουν αποκτήσει μία διαχρονικότητα:

-Δρέψατε πάλιν ερασταί, ευδαίμονας ναρκίσσους.

-Τον κεραυνόν εις φάκελλον ευώδη κεκλεισμένον!

-Δεν είν’ ο βίος Μάιος αιώνια, δεν είναι.

-Και η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία.

-Έτσι είναι ο κόσμος· κλαίνε εδώ και παρεκεί γελούνε!

-Γιατί πεθαίνει δυο φορές όποιος πεθάνει μόνος!

Ο Αχ. Παράσχος υπήρξε αναμφίβολα ο κυριότερος και πλέον αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος του ρομαντισμού στην Ελλάδα. Διερμηνεύοντας τα αισθήματα του λαού και τους παλμούς μιας ολόκληρης γενιάς, κράτησε τον τίτλο του εθνικού ποιητή για πολλά χρόνια. Εμπνευσμένος ψάλτης του εθνικού ιδεώδους και κύριος εκφραστής της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Αναπολούσε με λαχτάρα τα «περασμένα μεγαλεία» του 21, τον πίκραινε και τον φόβιζε η στάση των συγχρόνων του να ξεχνούν το πρόσφατο παρελθόν. Ο πόνος για την τύχη της πατρίδος του, η εγκατάλειψη εκ μέρους της πολιτείας των αγωνιστών, η αγωνία για το μέλλον της Ελλάδος τού δημιούργησαν μία μελαγχολική και απαισιόδοξη διάθεση.

Ακόμη και τα ατελέστερα ποιήματά του όμως διαπνέονται από δύναμη και έμπνευση υψηλή, από αληθινό πάθος και αίσθημα. Διέθετε μία πλούσια ποιητική φλέβα, η οποία σε άλλες συνθήκες θα είχε αποδώσει πολύ περισσότερα. Αναμφισβήτητα στην εποχή του αγαπήθηκε και λατρεύτηκε από το λαό, όσο λίγοι άλλοι ποιητές. «Επί τριάντα ολόκληρα χρόνια το Έθνος ήτο κρεμασμένο εις τα χείλη του. Εις κάθε σημαντικόν γεγονός, θλιβερόν ή χαρμόσυνον, επερίμενε ν’ ακούση την φωνήν του και μόνον αυτήν, διά να χαρή ή να κλαύση» παρατηρεί ο Γρ. Ξενόπουλος.  Κι αυτό δεν είναι υπερβολή. Σε κάθε περίσταση από τον Παράσχο περίμενε ο λαός να εκφράσει με την πένα του αυτό που ό ίδιος ενδόμυχα αισθανότανε. Και πράγματι ο Παράσχος γινόταν η στεντόρεια έκφραση του λαϊκού αισθήματος. Αναμφίβολα κατείχε τον ιδιαίτερο τρόπο, το κρυφό μυστικό, να κάνει όλους να συγκινούνται από το τραγούδι του, να ενθουσιάζονται, να χαίρονται μαζί και να κλαίνε, υποστηρίζει ο Ξενόπουλος.

Αν μεταγενέστερα περιέπεσε στην αφάνεια και αγνοήθηκε, αυτό πρέπει να θεωρείται εύλογο και αναμενόμενο, αφού ο ρομαντισμός παρήκμασε και νέα ποιητικά ρεύματα εμφανίστηκαν.  

Αναντίρρητα όμως ο Αχ. Παράσχος σφράγισε με την παρουσία την πνευματική ζωή της Αθήνας κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα.

*Τα στοιχεία προέρχονται από την ανέκδοτη φιλολογική  μελέτη μου «Αχιλλεύς Παράσχος. Η ζωή και το έργο του», βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών το 2014