Αποχαιρετισμός...

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 14.08.17 ]

Τις μικρές ώρες της νύχτας τίναζε τις έγνοιες του σα χνούδια, αμηχανία και οργή και θλίψη, έψαχνε τα κλεμμένα καλοκαίρια, άνοιγε κλειδωμένα μπαούλα, ξεδίπλωνε περασμένες χαρές, τις ξεσκόνιζε, τις έστηνε στη σειρά, πάσχιζε να αναστήσει πεθαμένους θριάμβους, τα γέλια ήταν στη σοφίτα, σκονισμένα κι αυτά, στο γυαλί της σερβάντας, προσεκτικά φυλαγμένες αλλοτινές ευωχίες, νεκροί έρωτες γελούσαν πίσω από την πλάτη του, χαιρέκακες φωνές στροβιλίζονταν γύρω του, η βοή του πλήθους τον κύκλωνε, τα βράδια ακουμπούσε σε λειψό προσκέφαλο, ονειρεύονταν «πικρούτσικες παιδίσκες», ξυπνούσε κάθιδρος, κι όλο τον τυραννούσε μια βουβή κραυγή, δε θα προκάνεις…

Κι όλο το βράδυ έμενε ξάγρυπνος, παλεύοντας δαίμονες, ένιωθε ένα μούδιασμα στο κεφάλι, στο στομάχι του κακοχωνεμένα ψέματα κι άκυρες υποσχέσεις, τούφες απ’ τα μαλλιά του αιωρούνταν στον αέρα, το μούδιασμα δεν έλεγε να φύγει, δεν όριζε ούτε τα χέρια του, αλλοτινά όνειρα έκλαιγαν μόνα τους, είχε στεγνώσει πια…

Το πρωί τράβηξε καλά τις κουρτίνες, φίλησε τα εικονίσματα, έσιαξε λίγο το τραπεζομάντηλο, δίπλωσε με τάξη τα ρούχα του κι έκλεισε για πάντα στο συρτάρι τα είκοσί του χρόνια.

Έξω η μέρα ολόλαμπρη κάγχαζε τ’ ανθρώπινα…