Αναμονή...

[ Μαργαρίτα Μανώλη / Ελλάδα / 31.07.17 ]

 «επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας», ο Καβάφης είχε κολλήσει στο μυαλό της σαν χαλασμένη βελόνα, δεν ήταν απλό πύρωμα, εκείνη φλέγεται, μόνο  το βρεγμένο  φανελάκι την κρατά ζωντανή, ζέστη πηχτή και πνιγηρή, σαν να πνίγεσαι στη θερμοκρασία του ίδιου  σου του αίματος. Το ταβάνι στάζει δάκρυα, σαν τη σταχομαζώχτρα τα μαζεύει ένα-ένα, μικρές σταγόνες υγρασίας, να δροσίσει την κόλαση μέσα της. Βγαίνει στο μπαλκόνι που λιώνει κάτω απ’ τα πόδια της, στον ουρανό διάσπαρτα κίτρινα άστρα.

Μέσα πάλι ξαπλώνει στο δροσερό  πάτωμα, το πάτωμα  γίνεται χώμα, σκορπίζει μέσα στα δάχτυλά της, μια βαριά αποφορά βγαίνει απ’ τον ακάλυπτο, το διαμέρισμα κλουβί δεν τη χωράει, πώς να βγάλει τη νύχτα χωρίς εκείνον, όλο το κορμί της μια αναμονή, τον περιμένει, ωχρή κι αιθέρια, ν’ αγγίξει με τη γλώσσα την αλμυρή γωνία στο μάτι του, να του μαγειρέψει το ιταλικό πιάτο που τόσο αγαπάει, με ελιές και δεντρολίβανο, να φάνε μαζί στο στενό τραπεζάκι της κουζίνας και στο γυμνό τοίχο να φαντάζονται πορτοκαλιές και ελαιώνες.

Αργά  το βράδυ σύρθηκε για άλλη μια φορά να μαζέψει τον εαυτό της κομμάτι κομμάτι  και λαχτάρησε το μαύρο κενό της παγωνιάς, μια πάχνη λευκή και ασημένια, να σβήσει μέσα της